Ένας Ιερέας καθόταν στο κελί του και ξεχώριζε την αλληλογραφία του. Ξαφνικά χωρίς την συνηθισμένη προσευχή μπήκε η νεωκόρος και ψιθύρισε πολύ έντονα σαν να έλεγε κάποιο μυστικό νέο το οποίο δεν θα 'πρεπε να ακούσει κάνεις:
“Κάποιος άγνωστος φαίνεται από τους άρχοντες θέλει να σας μιλήσει. Δεν τον έχω ξαναδεί ούτε σε σας, ούτε στο ναό. Μάλλον είναι περαστικός”. “Άφησέ τον να μπει”, είπε ο ιερέας...
Μέσα στο κελί μπήκε ένας ψηλός άνδρας με ίσια κορμοστασιά που θύμιζε πρώην στρατιωτικό. Ήταν άψογα αλλά σεμνά ντυμένος. Φαινόταν σαν να ήταν σιδερωμένος μαζί με το κοστούμι του πριν βγει από το σπίτι. Ο ξένος κοίταξε ερευνητικά το δωμάτιο σαν να ήθελε να καταλάβει από την επίπλωση το πνεύμα και τον χαρακτήρα του κατόχου. Μετά χαιρέτησε, έβγαλε το καπέλο του και σταμάτησε στην πόρτα εν αναμονή για την πρόσκληση από τον ιερέα να καθίσει.
Μπορούσε κανείς να διακρίνει την αριστοκρατική παιδεία μέσα στον ξένο. Παιδεία που δημιουργείται και καλλιεργείται από γενεά σε γενεά και κληρονομείται σαν το οικόσημο. Πάρα τα χρόνια του θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν όμορφος αλλά ήταν η κρύα ομορφιά του αγάλματος, ανυπάκουη στον χρόνο και στην ζεστασιά του ήλιου.
Ο ιερέας του υπέδειξε την παλιά ξεθωριασμένη πολυθρόνα προορισμένη για τους επισκέπτες και είπε: “Παρακαλώ, καθίστε. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;”
Ο επισκέπτης κάθισε ακουμπώντας ελαφρά τα χέρια του στην πολυθρόνα. Δεν άρχισε να μιλάει αμέσως και έτσι ο ιερέας πρόλαβε να τον εξετάσει με το βλέμμα. Αισθανόταν ότι αυτός ο άνθρωπος γνωρίζει την αξία του και είναι συνηθισμένος να εξουσιάζει τους ανθρώπους με “σιδερένιο χέρι μέσα στο βελούδινο γάντι”. Οι τρόποι του ήταν κομψοί και συγκρατημένοι και στο πρόσωπο ξεχώριζε η έμφυτη ευγένεια.
Φαίνεται ότι ήταν από κάποιο παλιό αριστοκρατικό γένος και σταγόνες από αίμα των Ριούρικ κυλούσαν στις φλέβες του. Μόνο τα σβησμένα γυάλινα μάτια του ήταν σε δυσαρμονία με ολόκληρη εικόνα – σαν να ήταν σκεπασμένα με σκοτεινό πέπλο και έκρυβαν κάποιο μυστικό της ψυχής του. Η ματιά που έριχνε ο επισκέπτης φαινόταν στον ιερέα να μοιάζει με χτύπημα ξίφους γρήγορο και απότομο, αλλά πολύ γρήγορα έσβηνε έχανε ζωντάνια και ο ιερέας έβλεπε μπροστά του δύο κόγχες (κρανίου).
- Ποιο είναι το πρόβλημα που σας έφερε στο ταπεινό μου κελί- ρώτησε ο ιερέας – θα χαρώ πολύ αν καταφέρω να βοηθήσω.
- Έχω κάτι μεγαλύτερο από ένα πρόβλημα – απάντησε ο επισκέπτης – έχω την αίσθηση ότι είμαι στην θηλιά και ταλαντεύομαι ανάμεσα από την ζωή και τον θάνατο. Με βασανίζει ο φόβος που μπήκε στην καρδιά μου εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ο φόβος ότι μήπως και πράγματι ο Θεός υπάρχει. Η σκέψη ότι απαρνήθηκα Τον Ζωντανό Θεό με ακολουθεί σαν φάντασμα που εκδικείται για την πατροκτονία.
Γεννήθηκα σε οικογένεια όπου η πίστη ήταν μόνο εξωτερική παράδοση που μοιάζει με κουφό (μουντό) μακρινό ήχο της καμπάνιας που έρχεται από το βάθος του χρόνου – συνέχιζε ο επισκέπτης. Το θέμα της θρησκείας ποτέ δεν με ενδιέφερε. Από τα νεανικά χρόνια πίστευα ότι το πρόβλημα είναι λυμένο άνευ όρων και τετελεσμένα… Ο Νίτσε (βλάσφημος θεομάχος) έχει ένα περίεργο διήγημα για έναν τρελό που έτρεχε στους δρόμους και φώναζε: “Ο Θεός πέθανε! Τον σκοτώσατε!” Ο τρελός θρηνούσε το θάνατο του Θεού και κανένας δεν μπορούσε να τον παρηγορήσει. Για εμένα αυτό το διήγημα ήταν αλληγορικό – ο τρελός θρηνούσε την τρέλα του.
Δεν είχα ποτέ παρόμοια συναισθήματα. Μου φαίνεται ότι γεννήθηκα ήδη άθεος. Όμως μια φορά είχα έναν εφιάλτη: ονειρευόμουν ότι ήμουν μέσα σε ένα ακυβέρνητο διαστημόπλοιο και ξέρω ότι ποτέ πια δεν θα μπορέσω να επιστρέψω ότι χάθηκα στο απέραντο διάστημα ανάμεσα από αστέρια-γίγαντες από φωτιά και πάγο. Το διάστημα έγινε η δική μου παγίδα, λαβύρινθος χωρίς διέξοδο. Αισθανόμουν την θανατηφόρο παγωνιά και την αίσθηση απέραντης φρίκης ακόμα και όταν ξύπνησα. Για πολύ καιρό θυμόμουνα την εικόνα του διαστημόπλοιου που απομακρύνεται από την γη η οποία αρχίζει να μετατρέπεται σε μια φωτεινή κουκίδα.
Τα πιο σημαντικά πράγματα στην ζωή μου ήταν τα ανώτερα μαθηματικά και η φυσική που έγιναν και επάγγελμα μου. Εδώ είχα πολλές και γρήγορες επιτυχίες. Πολύ νέος είχα όλους τους ανώτερους επιστημονικούς τίτλους και ήμουν αρχηγός ενός πολύ μεγάλου ερευνητικού ιδρύματος. Δεύτερή μου αγάπη ήταν η λογοτεχνία που μου εμφύτευσαν οι γονείς.
Έτσι πέρασαν πολλά ξένοιαστα χρόνια αλλά μετά συνέβη κάτι το απρόσμενο κι ακατανόητο. Σαν να άρχισε να τρέμει και να αγωνιά η γη κάτω από τα πόδια μου. Μια έμμονη σκέψη με πήρε στο κατόπι “Αν ο Θεός εν τέλει υπάρχει;”! Δεν έβρισκα πουθενά την απάντηση. Οι εξισώσεις ήταν άφωνες και η λογοτεχνία που η απασχόληση της ήταν τα συναισθήματα και πάθη δεν μπορούσε να δώσει λύση σε οντολογικά προβλήματα.
Με την εμφάνιση των πρώτων ανησυχιών σε σχέση με την ύπαρξη του Θεού άρχισα να διαβάζω αντιθρησκευτική λογοτεχνία για να στηρίξω την απιστία μου μα αυτό μόνο με απογοήτευσε. Διάβασα τον Μπάουερ, τον Ρενάν, τον Καούτσκι όμως βαρέθηκα γρήγορα. Δεν μπορούσαν να βγάλουν καμία άκρη ήταν απλώς “φτυσίματα στον ουρανό”. Απορούσα – ”Πώς μπορούσαν οι διανοούμενοι μας να καταπίνουν τέτοια διαβάσματα;” Δεν εννοούσα τον αθεϊσμό διότι παραμένω και είμαι άθεος αλλά τις λυπητερές απολογίες του.
Μετά καταπιάστηκα με την φιλοσοφία αλλά και εκεί δεν έβρισκα αποδείξεις, οι λογικές συρραφές δεν ήταν γερές. Όλα αυτά τα συγγράμματα μού φαινόντουσαν σαν πύργοι χωρίς θεμέλια κρεμασμένοι στον αέρα… Περνούσαν ολόκληρες νύχτες διαβάζοντας τα υπέρ πολύπλοκα βιβλία της φυσικής και μαθηματικής θεωρίας αλλά ούτε εκεί δεν έβρισκα απάντηση. Όχι σπάνια οι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν την λέξη “θεός” αλλά ήταν θεός που δεν άρχιζε από κεφαλαίο γράμμα. Θεός σαν δυνατότητα των αριθμών, αρχική ουσία του κόσμου, νοερουσία του σύμπαντος, αρχή της πανσυμπαντικής αρμονίας, κάποιος πρωτόγονος νους και λογική του σύμπαντος αλλά και αυτά παρέμεναν χωρίς αποδείξεις.
Με έχουν παρασύρει αυτά τα συγγράμματα γιατί μου άρεσε το θάρρος της ανθρώπινης σκέψης που προσπαθούσε να πιάσει την αρχή και το τέλος της κοσμογονίας μου άρεσε η διαστημική κλίμακα των υποθέσεων που έμοιαζαν με τρέλα. Πρέπει να πω ότι πάντα θαύμαζα την ομορφιά των μαθηματικών. Για μένα ήταν ποίηση όπου οι αριθμοί ακούγονται σαν ρυθμοί και ομοιοκαταληξίες και δημιουργούν στίχους και στροφές. Που οι εξισώσεις τραγουδάνε σαν χορδές του βιολιού και μαθηματικοί υπολογισμοί λάμπουν σαν αστερισμοί στον νυχτερινό ουρανό. Ο Αϊνστάιν ήταν για μένα ο Ντοστογιέφσκι της φυσικής και ο Λομπατσεφσκί – Χλέμπνικωφ της γεωμετρίας. Όμως έπιανα τον εαυτό μου πάνω στην σκέψη ότι είμαι μαγεμένος με το παιχνίδι του μυαλού, ότι βρίσκομαι πίσω από την επιφάνεια του καθρέφτη και γυρνάω μέσα στο χορό μαζί με ύπουλες σκιές της αλήθειας. Σκεφτόμουν ότι αυτός ο θαυμασμός είναι ένα είδος διανοητικής τοξικομανίας μια απόπειρα να πνίξουν τον φόβο εμπρός στην πιθανότητα ύπαρξης του Θεού.
- Ήρθατε σ' εμένα – είπε ο ιερέας – για να βεβαιωθείτε για ακόμα μια φορά ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για την πίστη και να καθησυχάσετε τον εαυτό σας με την ήττα μου; Εγώ όμως θα σας πω κάτι τελείως διαφορετικό: εάν μπορούσα να αποδείξω την ύπαρξη του Θεού αυτό θα αποδείκνυε την ανυπαρξία του Θεού, τουλάχιστον για μένα.
- Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν τα λόγια σας, – ρώτησε ο επισκέπτης,- φυγή από την απάντηση, ένα παράδοξο ρητό στο στυλ του Όσκαρ Ουάιλντ, η θέση της διαλεκτικής του Χέγκελ για την ομοιότητα των αντιθέτων;
Ο ιερέας απάντησε:
- Θα ήθελα πρώτα να σημειώσω ότι η θέση για τις ομοιότητες ανάμεσα στα αντίθετα δεν είναι του βερολινέζου καθηγητή αλλά στην πραγματικότητα η αποκρυφιστική διδασκαλία των ιερέων της Εφέσου, μυσταγωγία και μυστήριό τους. Πρώτος που το ανέβασε στην φιλοσοφική στοά από το υπόγειο του ναού της Αρτέμιδος ήταν ο Ηράκλειτος – απόγονος των ιερέων της Εφέσου ο οποίος αντάλλαξε την μύηση του ιεροφάντη με την κάπα του φιλοσόφου. Αυτή η διδασκαλία δηλώνει ότι το καλό και το κακό, φως και σκότος, πληρότητα και μηδέν, ναι και όχι, Θεός και διάβολος είναι ενωμένοι. Οι μαρξιστές λένε ότι αυτή η ομοιότητα είναι η ψυχή της “διαλεκτικής”. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι ο Χεγκελισμός και ο Μαρξισμός έχουν αποκρυφιστική βάση και δαιμονική πλευρά. Το μυστήριο της διαλεκτικής είναι αιματηρή φλόγα και εκατόμβες των επαναστάσεων.
Τώρα θα προσπαθήσω να απαντήσω στην ερώτηση σας, – συνέχισε ο ιερέας. – Εάν οι συνειδητές μου αντιλήψεις που αποτελούνται από κάποιες γνώσεις που αποκόμισα στην διάρκεια μερικών δεκαετιών, μπορούσαν να χωρέσουν, να ορίσουν και να κατανοήσουν το Απόλυτο. Τι ασήμαντο και λυπητερό θα ‘πρεπε να είναι αυτό το όν που μπορεί και χωράει μέσα στον τόσο περιορισμένο και ατελή δικό μου νου! Σκεφτείτε τι σημαίνει η λέξη “πίστη”; Πίστη είναι η περιοχή του μυστηρίου. Όπου υπάρχουν αποδείξεις δεν υπάρχει πίστη. Εκεί στην θέση της πίστης μένει η γνώση, η Αποκάλυψη αντικαθίσταται με την λογική, δόγματα – με συλλογισμούς, μεταφυσική – με φυσική, μυστική – με επίπεδες έννοιες. Το οφθαλμοφανές πια δεν είναι η πίστη αλλά η καταγραφή γεγονότων.
- Εσείς λέτε ότι η πίστη δεν έχει αποδείξεις,- διαφώνησε ο επισκέπτης,- τότε σε τι να πιστεύουμε : στο απόλυτο σκοτάδι του σκεπτικισμού, όπου είναι οι συνεχόμενες αρνήσεις που φτάνουν μέχρι άρνηση της ίδιας της άρνησης, όπως στον Σέξτο Εμπειρικό;
- Η Πίστη έχει αναμφίβολες και αναμφισβήτητες αποδείξεις διαφορετικού χαρακτήρα,- απάντησε ο ιερέας. Είναι η διαισθητική διείσδυση στον υπέρ λογικό άυλο κόσμο, επικοινωνία του ανθρώπου (ως περιορισμένης προσωπικότητας) με Τον Θεό (Απόλυτης Προσωπικότητας), είναι η πραγματική μυστηριακή εμπειρία η οποία αποκτιέται από άμεση επαφή με τον πνευματικό κόσμο, είναι εσωτερική αίσθηση της ψυχής, η υποκειμενική γνώση που θα την έλεγα και οικεία (ιδιαίτερη). Εδώ γίνεται κοινωνία με την Θεία Χάρη που στην δική σας γλώσσα λέγεται – ενέργειες ανωτέρας φύσεως.
Στην κοινωνία με τον Θεό αλλάζει ο ίδιος άνθρωπος, ως υποκείμενο γνώσης και ο πνευματικός του ορίζοντας διευρύνεται αμέτρητα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι πιο βαθιά από την λογική του και η γνώση καταλαμβάνει την σφαίρα των συναισθημάτων όπου η Διάχυτη Αγάπη είναι μια από τις βασικές δυνάμεις κατανοήσεως που ενώνει το Άπειρο με το περιορισμένο, Τον Ζωντανό Θεό με τον άνθρωπο.
- Ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα, – είπε ο επισκέπτης,- θα σκεφτώ αυτά που μου είπατε αλλά χρειάζομαι χρόνο γι’ αυτό. Πρόσφατα είχα μια συζήτηση με έναν συνάδελφό σας τον οποίο μπορώ να χαρακτηρίσω ως “διανοούμενο στο ράσο”. Άρχισε να μου αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού βασίζοντας στην θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν και στην μηχανική των κβάντα του Γκαίνσμπεργκ. Είχε πολύ ενθουσιώδη και νικηφόρο τόνο και σήκωνε ακόμα και το δάχτυλό του σαν δάσκαλος. Μπερδευόταν και έκανε λάθη συνέχεια προσπαθώντας να μου εξηγήσει τον Αϊνστάιν σαν να ήμουν μαθητής, χωρίς να υποψιαστεί ότι τα μαθηματικά και η φυσική είναι το επάγγελμα μου. Τον λυπόμουν πραγματικά. Ύστερα του έγραψα ένα γράμμα όπου έκανα προσπάθεια να του εξηγήσω πόσο άσχημα γνωρίζει την θεωρία της σχετικότητας και τον συμβούλεψα να μην ασχολείται άλλο με τον Αϊνστάιν για να μην πνιγεί μέσα στις “σχετικότητες”. Πολύ σύντομα έλαβα την απάντησή του όπου με ευχαριστούσε για τις, κατά την γνώμη του, πολύ εποικοδομητικές παρατηρήσεις.
Ο επισκέπτης κοίταξε το ρολόι του και είπε:
- Επιτρέψτε μου να σας κάνω και άλλη μια ερώτηση: γιατί δεν φανερώνεται ο Θεός στον κόσμο, για να σβήσει οποιεσδήποτε αμφιβολίες σχετικές με την ύπαρξη Του για να Τον βλέπουμε σαν τον ήλιο ή τα αστέρια; Θα είχαν εξαφανιστεί πολλά προβλήματα και η ζωή θα ήταν πιο απλή.
- Ο Θεός κρύβει το πρόσωπό Του στα νέφη για να μην στερήσει στον άνθρωπο την δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην πίστη και απιστία και να επιτρέψει στον άνθρωπο να λύσει το υπαρξιακό πρόβλημα αυτόνομα, -απάντησε ο ιερέας. Αν δεν υπήρχε τέτοια επιλογή τότε η πίστη σαν ελεύθερη πράξη της ψυχής δεν θα μπορούσε να υπάρχει και στην θέση της θα έμπαινε το ηθικά αδιάφορο ολοφάνερο. Ο Θεός δεν μας έβαλε μπροστά στο αναπόφευκτο γεγονός της ύπαρξης Του. Ήθελε να είναι ο εσωτερικός παράγοντας της ανθρώπινης ψυχής. Θέλει να Τον ψάχνουμε με την ελεύθερή μας βούληση, να προσελκυόμαστε σ’ Αυτόν, να διψάμε γι’ Αυτόν. Θέλει να είναι η αγάπη της καρδιάς μας και όχι το αποτέλεσμα μιας λογικής μας ανάλυσης.
Ο Θεός μας έδωσε την δυνατότητα της προσωπικής επαφής μαζί Του – το πιο άξιο και ανώτερο που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα από τον Δημιουργό και το δημιούργημα. Την σχέση του Θεού με το κόσμο μπορούμε να δούμε σαν την σχέση του μάστορα και του προϊόντος. Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι προϊόν είναι η αντανάκλαση του Θεού στην γη. Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ελεύθερη βούληση τότε δεν θα ήταν εικόνα του Θεού. Χωρίς την ελευθερία δεν υφίσταται η ύπαρξη του καλού υπάρχει αναγκαιότητα. Χωρίς προσωπική ελευθερία δεν υπάρχει αγάπη και χωρίς την πνευματική αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει η θέωση σαν ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Πιστεύω θα συμφωνήσετε ότι ακόμα και ο πιο δυστυχής άνθρωπος δεν θα ήθελε να ανταλλάξει την θέση του με ένα ευτυχισμένο ζώο.
- Πράγματι,- χαμογέλασε ο ξένος, – παρά τα βάσανά μου δεν θα ήθελα να μεταμορφωθώ σε ένα γάιδαρο χωρίς βάσανα και ικανοποιημένο από την ζωή του! Τι θα μπορούσατε να με συμβουλέψετε αν και δεν υπόσχομαι ότι θα εκπληρώσω την συμβουλή σας;
Ο ιερέας απάντησε:
- Μου φαίνεται ότι η δική σας άρνηση του Θεού στην πραγματικότητα είναι κρυφή και βαθιά αποθυμία (νοσταλγία) για τον Θεό την οποία την αισθάνεστε σαν πόνο που δεν μπορείτε να καταλάβετε από που προέρχεται. Η καρδιά σας θρηνεί την μοναξιά της σαν το μωρό στην κούνια του που θρηνεί για την ζεστασιά της μητέρας. Και ο νους σας είναι πετρωμένος μέσα στην υπερηφάνεια του, γοητευμένος από την νεκρή λάμψη του Εωσφόρου, αντιστεκόμενος στην καρδιά απαντάει (στην καρδιά): “Σώπασε και άσε με στα χέρια του κακού δαίμονα της ζωής μου, δεν θέλω ούτε τον Θεό ούτε καμία άλλη δύναμη να μ’ εξουσιάζει. Για ποια αιώνια ζωή μου μιλάς; Το μέλλον του σύμπαντος είναι μαύρη διαστημική τρύπα όπου σαν σκιές θα εξαφανιστούν οι κόσμοι και θα εξαφανιστεί η ίδια η ύλη, θα τελειώσει ο χρόνος αλλά δεν θα έρθει η αιωνιότητα. Θα γίνει η αποκορύφωση του σύμπαντος που είναι το μέγα Τίποτα”.
Ο επισκέπτης απόρησε και είπε:
- Δηλαδή κρυφακούγατε τον διάλογο μου με τον εαυτό μου; Ή σας φανερώθηκαν τα όνειρα μου;
- Όχι, απλώς γνωρίζω πολύ λίγο την εσχατολογία του αθεϊσμού, – απάντησε ο ιερέας, – είναι σατανικό μυστήριο γενικού χαμού. Και σαν συμβουλή σας ζητώ να αποσυνδέεστε από την ροή των σκέψεών σας τουλάχιστον μια φορά την ημέρα και από καρδιά να λέτε: “Θεέ, εάν είσαι υπαρκτός, φανέρωσε Τον Εαυτό Σου σ’ εμένα. Χωρίς Εσένα δεν μπορώ να Σε βρω!”.
Ο επισκέπτης ευχαρίστησε τον ιερέα για την συζήτηση αποχαιρέτησε και βγήκε έξω. Από πουθενά ξεφύτρωσε ένα αυτοκίνητο, ο οδηγός γρήγορα άνοιξε την πόρτα και με σεβασμό κάθιζε τον επισκέπτη μέσα σαν τον πρίγκιπα στην άμαξα. Την επόμενη στιγμή το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε στην στροφή.
Πηγή: Τρελοί
“Κάποιος άγνωστος φαίνεται από τους άρχοντες θέλει να σας μιλήσει. Δεν τον έχω ξαναδεί ούτε σε σας, ούτε στο ναό. Μάλλον είναι περαστικός”. “Άφησέ τον να μπει”, είπε ο ιερέας...
Μέσα στο κελί μπήκε ένας ψηλός άνδρας με ίσια κορμοστασιά που θύμιζε πρώην στρατιωτικό. Ήταν άψογα αλλά σεμνά ντυμένος. Φαινόταν σαν να ήταν σιδερωμένος μαζί με το κοστούμι του πριν βγει από το σπίτι. Ο ξένος κοίταξε ερευνητικά το δωμάτιο σαν να ήθελε να καταλάβει από την επίπλωση το πνεύμα και τον χαρακτήρα του κατόχου. Μετά χαιρέτησε, έβγαλε το καπέλο του και σταμάτησε στην πόρτα εν αναμονή για την πρόσκληση από τον ιερέα να καθίσει.
Μπορούσε κανείς να διακρίνει την αριστοκρατική παιδεία μέσα στον ξένο. Παιδεία που δημιουργείται και καλλιεργείται από γενεά σε γενεά και κληρονομείται σαν το οικόσημο. Πάρα τα χρόνια του θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν όμορφος αλλά ήταν η κρύα ομορφιά του αγάλματος, ανυπάκουη στον χρόνο και στην ζεστασιά του ήλιου.
Ο ιερέας του υπέδειξε την παλιά ξεθωριασμένη πολυθρόνα προορισμένη για τους επισκέπτες και είπε: “Παρακαλώ, καθίστε. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;”
Ο επισκέπτης κάθισε ακουμπώντας ελαφρά τα χέρια του στην πολυθρόνα. Δεν άρχισε να μιλάει αμέσως και έτσι ο ιερέας πρόλαβε να τον εξετάσει με το βλέμμα. Αισθανόταν ότι αυτός ο άνθρωπος γνωρίζει την αξία του και είναι συνηθισμένος να εξουσιάζει τους ανθρώπους με “σιδερένιο χέρι μέσα στο βελούδινο γάντι”. Οι τρόποι του ήταν κομψοί και συγκρατημένοι και στο πρόσωπο ξεχώριζε η έμφυτη ευγένεια.
Φαίνεται ότι ήταν από κάποιο παλιό αριστοκρατικό γένος και σταγόνες από αίμα των Ριούρικ κυλούσαν στις φλέβες του. Μόνο τα σβησμένα γυάλινα μάτια του ήταν σε δυσαρμονία με ολόκληρη εικόνα – σαν να ήταν σκεπασμένα με σκοτεινό πέπλο και έκρυβαν κάποιο μυστικό της ψυχής του. Η ματιά που έριχνε ο επισκέπτης φαινόταν στον ιερέα να μοιάζει με χτύπημα ξίφους γρήγορο και απότομο, αλλά πολύ γρήγορα έσβηνε έχανε ζωντάνια και ο ιερέας έβλεπε μπροστά του δύο κόγχες (κρανίου).
- Ποιο είναι το πρόβλημα που σας έφερε στο ταπεινό μου κελί- ρώτησε ο ιερέας – θα χαρώ πολύ αν καταφέρω να βοηθήσω.
- Έχω κάτι μεγαλύτερο από ένα πρόβλημα – απάντησε ο επισκέπτης – έχω την αίσθηση ότι είμαι στην θηλιά και ταλαντεύομαι ανάμεσα από την ζωή και τον θάνατο. Με βασανίζει ο φόβος που μπήκε στην καρδιά μου εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ο φόβος ότι μήπως και πράγματι ο Θεός υπάρχει. Η σκέψη ότι απαρνήθηκα Τον Ζωντανό Θεό με ακολουθεί σαν φάντασμα που εκδικείται για την πατροκτονία.
Γεννήθηκα σε οικογένεια όπου η πίστη ήταν μόνο εξωτερική παράδοση που μοιάζει με κουφό (μουντό) μακρινό ήχο της καμπάνιας που έρχεται από το βάθος του χρόνου – συνέχιζε ο επισκέπτης. Το θέμα της θρησκείας ποτέ δεν με ενδιέφερε. Από τα νεανικά χρόνια πίστευα ότι το πρόβλημα είναι λυμένο άνευ όρων και τετελεσμένα… Ο Νίτσε (βλάσφημος θεομάχος) έχει ένα περίεργο διήγημα για έναν τρελό που έτρεχε στους δρόμους και φώναζε: “Ο Θεός πέθανε! Τον σκοτώσατε!” Ο τρελός θρηνούσε το θάνατο του Θεού και κανένας δεν μπορούσε να τον παρηγορήσει. Για εμένα αυτό το διήγημα ήταν αλληγορικό – ο τρελός θρηνούσε την τρέλα του.
Δεν είχα ποτέ παρόμοια συναισθήματα. Μου φαίνεται ότι γεννήθηκα ήδη άθεος. Όμως μια φορά είχα έναν εφιάλτη: ονειρευόμουν ότι ήμουν μέσα σε ένα ακυβέρνητο διαστημόπλοιο και ξέρω ότι ποτέ πια δεν θα μπορέσω να επιστρέψω ότι χάθηκα στο απέραντο διάστημα ανάμεσα από αστέρια-γίγαντες από φωτιά και πάγο. Το διάστημα έγινε η δική μου παγίδα, λαβύρινθος χωρίς διέξοδο. Αισθανόμουν την θανατηφόρο παγωνιά και την αίσθηση απέραντης φρίκης ακόμα και όταν ξύπνησα. Για πολύ καιρό θυμόμουνα την εικόνα του διαστημόπλοιου που απομακρύνεται από την γη η οποία αρχίζει να μετατρέπεται σε μια φωτεινή κουκίδα.
Τα πιο σημαντικά πράγματα στην ζωή μου ήταν τα ανώτερα μαθηματικά και η φυσική που έγιναν και επάγγελμα μου. Εδώ είχα πολλές και γρήγορες επιτυχίες. Πολύ νέος είχα όλους τους ανώτερους επιστημονικούς τίτλους και ήμουν αρχηγός ενός πολύ μεγάλου ερευνητικού ιδρύματος. Δεύτερή μου αγάπη ήταν η λογοτεχνία που μου εμφύτευσαν οι γονείς.
Έτσι πέρασαν πολλά ξένοιαστα χρόνια αλλά μετά συνέβη κάτι το απρόσμενο κι ακατανόητο. Σαν να άρχισε να τρέμει και να αγωνιά η γη κάτω από τα πόδια μου. Μια έμμονη σκέψη με πήρε στο κατόπι “Αν ο Θεός εν τέλει υπάρχει;”! Δεν έβρισκα πουθενά την απάντηση. Οι εξισώσεις ήταν άφωνες και η λογοτεχνία που η απασχόληση της ήταν τα συναισθήματα και πάθη δεν μπορούσε να δώσει λύση σε οντολογικά προβλήματα.
Με την εμφάνιση των πρώτων ανησυχιών σε σχέση με την ύπαρξη του Θεού άρχισα να διαβάζω αντιθρησκευτική λογοτεχνία για να στηρίξω την απιστία μου μα αυτό μόνο με απογοήτευσε. Διάβασα τον Μπάουερ, τον Ρενάν, τον Καούτσκι όμως βαρέθηκα γρήγορα. Δεν μπορούσαν να βγάλουν καμία άκρη ήταν απλώς “φτυσίματα στον ουρανό”. Απορούσα – ”Πώς μπορούσαν οι διανοούμενοι μας να καταπίνουν τέτοια διαβάσματα;” Δεν εννοούσα τον αθεϊσμό διότι παραμένω και είμαι άθεος αλλά τις λυπητερές απολογίες του.
Μετά καταπιάστηκα με την φιλοσοφία αλλά και εκεί δεν έβρισκα αποδείξεις, οι λογικές συρραφές δεν ήταν γερές. Όλα αυτά τα συγγράμματα μού φαινόντουσαν σαν πύργοι χωρίς θεμέλια κρεμασμένοι στον αέρα… Περνούσαν ολόκληρες νύχτες διαβάζοντας τα υπέρ πολύπλοκα βιβλία της φυσικής και μαθηματικής θεωρίας αλλά ούτε εκεί δεν έβρισκα απάντηση. Όχι σπάνια οι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν την λέξη “θεός” αλλά ήταν θεός που δεν άρχιζε από κεφαλαίο γράμμα. Θεός σαν δυνατότητα των αριθμών, αρχική ουσία του κόσμου, νοερουσία του σύμπαντος, αρχή της πανσυμπαντικής αρμονίας, κάποιος πρωτόγονος νους και λογική του σύμπαντος αλλά και αυτά παρέμεναν χωρίς αποδείξεις.
Με έχουν παρασύρει αυτά τα συγγράμματα γιατί μου άρεσε το θάρρος της ανθρώπινης σκέψης που προσπαθούσε να πιάσει την αρχή και το τέλος της κοσμογονίας μου άρεσε η διαστημική κλίμακα των υποθέσεων που έμοιαζαν με τρέλα. Πρέπει να πω ότι πάντα θαύμαζα την ομορφιά των μαθηματικών. Για μένα ήταν ποίηση όπου οι αριθμοί ακούγονται σαν ρυθμοί και ομοιοκαταληξίες και δημιουργούν στίχους και στροφές. Που οι εξισώσεις τραγουδάνε σαν χορδές του βιολιού και μαθηματικοί υπολογισμοί λάμπουν σαν αστερισμοί στον νυχτερινό ουρανό. Ο Αϊνστάιν ήταν για μένα ο Ντοστογιέφσκι της φυσικής και ο Λομπατσεφσκί – Χλέμπνικωφ της γεωμετρίας. Όμως έπιανα τον εαυτό μου πάνω στην σκέψη ότι είμαι μαγεμένος με το παιχνίδι του μυαλού, ότι βρίσκομαι πίσω από την επιφάνεια του καθρέφτη και γυρνάω μέσα στο χορό μαζί με ύπουλες σκιές της αλήθειας. Σκεφτόμουν ότι αυτός ο θαυμασμός είναι ένα είδος διανοητικής τοξικομανίας μια απόπειρα να πνίξουν τον φόβο εμπρός στην πιθανότητα ύπαρξης του Θεού.
- Ήρθατε σ' εμένα – είπε ο ιερέας – για να βεβαιωθείτε για ακόμα μια φορά ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για την πίστη και να καθησυχάσετε τον εαυτό σας με την ήττα μου; Εγώ όμως θα σας πω κάτι τελείως διαφορετικό: εάν μπορούσα να αποδείξω την ύπαρξη του Θεού αυτό θα αποδείκνυε την ανυπαρξία του Θεού, τουλάχιστον για μένα.
- Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν τα λόγια σας, – ρώτησε ο επισκέπτης,- φυγή από την απάντηση, ένα παράδοξο ρητό στο στυλ του Όσκαρ Ουάιλντ, η θέση της διαλεκτικής του Χέγκελ για την ομοιότητα των αντιθέτων;
Ο ιερέας απάντησε:
- Θα ήθελα πρώτα να σημειώσω ότι η θέση για τις ομοιότητες ανάμεσα στα αντίθετα δεν είναι του βερολινέζου καθηγητή αλλά στην πραγματικότητα η αποκρυφιστική διδασκαλία των ιερέων της Εφέσου, μυσταγωγία και μυστήριό τους. Πρώτος που το ανέβασε στην φιλοσοφική στοά από το υπόγειο του ναού της Αρτέμιδος ήταν ο Ηράκλειτος – απόγονος των ιερέων της Εφέσου ο οποίος αντάλλαξε την μύηση του ιεροφάντη με την κάπα του φιλοσόφου. Αυτή η διδασκαλία δηλώνει ότι το καλό και το κακό, φως και σκότος, πληρότητα και μηδέν, ναι και όχι, Θεός και διάβολος είναι ενωμένοι. Οι μαρξιστές λένε ότι αυτή η ομοιότητα είναι η ψυχή της “διαλεκτικής”. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι ο Χεγκελισμός και ο Μαρξισμός έχουν αποκρυφιστική βάση και δαιμονική πλευρά. Το μυστήριο της διαλεκτικής είναι αιματηρή φλόγα και εκατόμβες των επαναστάσεων.
Τώρα θα προσπαθήσω να απαντήσω στην ερώτηση σας, – συνέχισε ο ιερέας. – Εάν οι συνειδητές μου αντιλήψεις που αποτελούνται από κάποιες γνώσεις που αποκόμισα στην διάρκεια μερικών δεκαετιών, μπορούσαν να χωρέσουν, να ορίσουν και να κατανοήσουν το Απόλυτο. Τι ασήμαντο και λυπητερό θα ‘πρεπε να είναι αυτό το όν που μπορεί και χωράει μέσα στον τόσο περιορισμένο και ατελή δικό μου νου! Σκεφτείτε τι σημαίνει η λέξη “πίστη”; Πίστη είναι η περιοχή του μυστηρίου. Όπου υπάρχουν αποδείξεις δεν υπάρχει πίστη. Εκεί στην θέση της πίστης μένει η γνώση, η Αποκάλυψη αντικαθίσταται με την λογική, δόγματα – με συλλογισμούς, μεταφυσική – με φυσική, μυστική – με επίπεδες έννοιες. Το οφθαλμοφανές πια δεν είναι η πίστη αλλά η καταγραφή γεγονότων.
- Εσείς λέτε ότι η πίστη δεν έχει αποδείξεις,- διαφώνησε ο επισκέπτης,- τότε σε τι να πιστεύουμε : στο απόλυτο σκοτάδι του σκεπτικισμού, όπου είναι οι συνεχόμενες αρνήσεις που φτάνουν μέχρι άρνηση της ίδιας της άρνησης, όπως στον Σέξτο Εμπειρικό;
- Η Πίστη έχει αναμφίβολες και αναμφισβήτητες αποδείξεις διαφορετικού χαρακτήρα,- απάντησε ο ιερέας. Είναι η διαισθητική διείσδυση στον υπέρ λογικό άυλο κόσμο, επικοινωνία του ανθρώπου (ως περιορισμένης προσωπικότητας) με Τον Θεό (Απόλυτης Προσωπικότητας), είναι η πραγματική μυστηριακή εμπειρία η οποία αποκτιέται από άμεση επαφή με τον πνευματικό κόσμο, είναι εσωτερική αίσθηση της ψυχής, η υποκειμενική γνώση που θα την έλεγα και οικεία (ιδιαίτερη). Εδώ γίνεται κοινωνία με την Θεία Χάρη που στην δική σας γλώσσα λέγεται – ενέργειες ανωτέρας φύσεως.
Στην κοινωνία με τον Θεό αλλάζει ο ίδιος άνθρωπος, ως υποκείμενο γνώσης και ο πνευματικός του ορίζοντας διευρύνεται αμέτρητα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι πιο βαθιά από την λογική του και η γνώση καταλαμβάνει την σφαίρα των συναισθημάτων όπου η Διάχυτη Αγάπη είναι μια από τις βασικές δυνάμεις κατανοήσεως που ενώνει το Άπειρο με το περιορισμένο, Τον Ζωντανό Θεό με τον άνθρωπο.
- Ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα, – είπε ο επισκέπτης,- θα σκεφτώ αυτά που μου είπατε αλλά χρειάζομαι χρόνο γι’ αυτό. Πρόσφατα είχα μια συζήτηση με έναν συνάδελφό σας τον οποίο μπορώ να χαρακτηρίσω ως “διανοούμενο στο ράσο”. Άρχισε να μου αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού βασίζοντας στην θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν και στην μηχανική των κβάντα του Γκαίνσμπεργκ. Είχε πολύ ενθουσιώδη και νικηφόρο τόνο και σήκωνε ακόμα και το δάχτυλό του σαν δάσκαλος. Μπερδευόταν και έκανε λάθη συνέχεια προσπαθώντας να μου εξηγήσει τον Αϊνστάιν σαν να ήμουν μαθητής, χωρίς να υποψιαστεί ότι τα μαθηματικά και η φυσική είναι το επάγγελμα μου. Τον λυπόμουν πραγματικά. Ύστερα του έγραψα ένα γράμμα όπου έκανα προσπάθεια να του εξηγήσω πόσο άσχημα γνωρίζει την θεωρία της σχετικότητας και τον συμβούλεψα να μην ασχολείται άλλο με τον Αϊνστάιν για να μην πνιγεί μέσα στις “σχετικότητες”. Πολύ σύντομα έλαβα την απάντησή του όπου με ευχαριστούσε για τις, κατά την γνώμη του, πολύ εποικοδομητικές παρατηρήσεις.
Ο επισκέπτης κοίταξε το ρολόι του και είπε:
- Επιτρέψτε μου να σας κάνω και άλλη μια ερώτηση: γιατί δεν φανερώνεται ο Θεός στον κόσμο, για να σβήσει οποιεσδήποτε αμφιβολίες σχετικές με την ύπαρξη Του για να Τον βλέπουμε σαν τον ήλιο ή τα αστέρια; Θα είχαν εξαφανιστεί πολλά προβλήματα και η ζωή θα ήταν πιο απλή.
- Ο Θεός κρύβει το πρόσωπό Του στα νέφη για να μην στερήσει στον άνθρωπο την δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην πίστη και απιστία και να επιτρέψει στον άνθρωπο να λύσει το υπαρξιακό πρόβλημα αυτόνομα, -απάντησε ο ιερέας. Αν δεν υπήρχε τέτοια επιλογή τότε η πίστη σαν ελεύθερη πράξη της ψυχής δεν θα μπορούσε να υπάρχει και στην θέση της θα έμπαινε το ηθικά αδιάφορο ολοφάνερο. Ο Θεός δεν μας έβαλε μπροστά στο αναπόφευκτο γεγονός της ύπαρξης Του. Ήθελε να είναι ο εσωτερικός παράγοντας της ανθρώπινης ψυχής. Θέλει να Τον ψάχνουμε με την ελεύθερή μας βούληση, να προσελκυόμαστε σ’ Αυτόν, να διψάμε γι’ Αυτόν. Θέλει να είναι η αγάπη της καρδιάς μας και όχι το αποτέλεσμα μιας λογικής μας ανάλυσης.
Ο Θεός μας έδωσε την δυνατότητα της προσωπικής επαφής μαζί Του – το πιο άξιο και ανώτερο που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα από τον Δημιουργό και το δημιούργημα. Την σχέση του Θεού με το κόσμο μπορούμε να δούμε σαν την σχέση του μάστορα και του προϊόντος. Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι προϊόν είναι η αντανάκλαση του Θεού στην γη. Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ελεύθερη βούληση τότε δεν θα ήταν εικόνα του Θεού. Χωρίς την ελευθερία δεν υφίσταται η ύπαρξη του καλού υπάρχει αναγκαιότητα. Χωρίς προσωπική ελευθερία δεν υπάρχει αγάπη και χωρίς την πνευματική αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει η θέωση σαν ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Πιστεύω θα συμφωνήσετε ότι ακόμα και ο πιο δυστυχής άνθρωπος δεν θα ήθελε να ανταλλάξει την θέση του με ένα ευτυχισμένο ζώο.
- Πράγματι,- χαμογέλασε ο ξένος, – παρά τα βάσανά μου δεν θα ήθελα να μεταμορφωθώ σε ένα γάιδαρο χωρίς βάσανα και ικανοποιημένο από την ζωή του! Τι θα μπορούσατε να με συμβουλέψετε αν και δεν υπόσχομαι ότι θα εκπληρώσω την συμβουλή σας;
Ο ιερέας απάντησε:
- Μου φαίνεται ότι η δική σας άρνηση του Θεού στην πραγματικότητα είναι κρυφή και βαθιά αποθυμία (νοσταλγία) για τον Θεό την οποία την αισθάνεστε σαν πόνο που δεν μπορείτε να καταλάβετε από που προέρχεται. Η καρδιά σας θρηνεί την μοναξιά της σαν το μωρό στην κούνια του που θρηνεί για την ζεστασιά της μητέρας. Και ο νους σας είναι πετρωμένος μέσα στην υπερηφάνεια του, γοητευμένος από την νεκρή λάμψη του Εωσφόρου, αντιστεκόμενος στην καρδιά απαντάει (στην καρδιά): “Σώπασε και άσε με στα χέρια του κακού δαίμονα της ζωής μου, δεν θέλω ούτε τον Θεό ούτε καμία άλλη δύναμη να μ’ εξουσιάζει. Για ποια αιώνια ζωή μου μιλάς; Το μέλλον του σύμπαντος είναι μαύρη διαστημική τρύπα όπου σαν σκιές θα εξαφανιστούν οι κόσμοι και θα εξαφανιστεί η ίδια η ύλη, θα τελειώσει ο χρόνος αλλά δεν θα έρθει η αιωνιότητα. Θα γίνει η αποκορύφωση του σύμπαντος που είναι το μέγα Τίποτα”.
Ο επισκέπτης απόρησε και είπε:
- Δηλαδή κρυφακούγατε τον διάλογο μου με τον εαυτό μου; Ή σας φανερώθηκαν τα όνειρα μου;
- Όχι, απλώς γνωρίζω πολύ λίγο την εσχατολογία του αθεϊσμού, – απάντησε ο ιερέας, – είναι σατανικό μυστήριο γενικού χαμού. Και σαν συμβουλή σας ζητώ να αποσυνδέεστε από την ροή των σκέψεών σας τουλάχιστον μια φορά την ημέρα και από καρδιά να λέτε: “Θεέ, εάν είσαι υπαρκτός, φανέρωσε Τον Εαυτό Σου σ’ εμένα. Χωρίς Εσένα δεν μπορώ να Σε βρω!”.
Ο επισκέπτης ευχαρίστησε τον ιερέα για την συζήτηση αποχαιρέτησε και βγήκε έξω. Από πουθενά ξεφύτρωσε ένα αυτοκίνητο, ο οδηγός γρήγορα άνοιξε την πόρτα και με σεβασμό κάθιζε τον επισκέπτη μέσα σαν τον πρίγκιπα στην άμαξα. Την επόμενη στιγμή το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε στην στροφή.
Πηγή: Τρελοί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου