«Ένα είδος τεχνίτη»: Η πυγμαχία ως επιδέξιο σωματικό επάγγελμα
Οι πυγμάχοι δεν αντιλαμβάνονται το μποξ ως μια δίοδο για επιθετικότητα και μια άσκηση βίας, αλλά,
αντίθετα, ως ένα επάγγελμα που απαιτεί πολλές σωματικές δεξιότητες, ένα επάγγελμα ανταγωνιστικής
επιτέλεσης που απαιτεί εξεζητημένη τεχνοτροπία και μια μόνιμη ηθική δέσμευση που θα τους διευκολύνει όχι
μόνο να βελτιώσουν τις υλικές τους απολαβές, αλλά κυρίως να κατασκευάσουν ένα δημόσια αναγνωρισμένο,
ηρωικό εαυτό. Το μποξ είναι το πρόσχημα για ένα σχέδιο οντολογικής υπέρβασηςμέσα από το οποίο εκείνοι
που το υιοθετούν αποσκοπούν κυριολεκτικά να αυτοπροσδιοριστούν ως μια νέα ύπαρξη, προκειμένου να
ξεφύγουν από τους κοινούς καθορισμούς που τους καταπιέζουν και την κοινωνική ανυποληψία στην οποία
τους καταδικάζουν αυτοί οι καθορισμοί.
[…] Αυτό είναι το θεμελιακό παράδοξο της επαγγελματικής πυγμαχίας: για τους απ’ έξω θεωρείται η
προτελευταία μορφή αποστέρησης και εξάρτησης, μια φαύλη και υποβαθμιστική υποταγή στους εξωτερικούς
καταναγκασμούς και την υλική αναγκαιότητα. Για τους πυγμάχους αντιπροσωπεύει το δυνητικό μέσο για να
σφυρηλατήσουν ένα χώρο αυτονομίας από τις καταπιεστικές συνθήκες και για να εκφράσουν την ικανότητά
τους να καθορίζουν την μοίρα τους και να την ξαναφτιάξουν σύμφωνα με τις βαθύτερες επιθυμίες τους. Δεν
υπάρχει εδώ επαρκής χώρος για να ασχοληθούμε με τη φύση και τα κοινωνικά θεμέλια αυτού του παράδοξου.
Αρκεί να σημειώσουμε ότι, ενώ καταγγέλλουν συνολικά την κατάχρηση και την εκμετάλλευση στην οποία
εκτίθενται, οι πυγμάχοι σχεδόν πάντα, αρνούνται ότι μπορεί κάποιος να αναγκαστεί να οδηγηθεί στο ρινγκ και
σθεναρά ισχυρίζονται, ότι (εν μέρει τουλάχιστον) οι ίδιοι ευθύνονται για τη μοίρα τους σ’ αυτό.
Το ρινγκ παρέχει στους μποξέρ μια σπάνια ευκαιρία –τη μοναδική που θα μπορούσαν να απολαύσουν πολλοί
απ’ αυτούς– να φτιάξουν ως ένα βαθμό το πεπρωμένο τους και να έχουν πρόσβαση σε μια κοινωνικά
αναγνωρισμένη μορφή ύπαρξης. Να γιατί, παρά τον πόνο και τη βάναυση εκμετάλλευση που περιέχει, την
οποία η οι πυγμάχοι λαμβάνουν υπόψη τους, το μποξ δίνει στις ζωές τους μια αίσθηση αξίας, έξαψης και
επίτευξης στόχων.
[…] Η επαγγελματική πυγμαχία είναι, κυρίως και πάνω απ’ όλα, προφανώς μια δουλειά της εργατικής τάξης,
δηλαδή, ένας τρόπος να βγάλει κάποιος χρήματα ή, για να είμαι πιο ακριβής, να αυξήσει άλλες πηγές
εισοδήματος
[2]
, ανταλλάσσοντας το μόνο χειροπιαστό πλεονέκτημα που κατέχουν αυτοί οι χωρίς
κληρονομημένο πλούτο και εκπαιδευτικά διαπιστευτήρια: το σώμα τους και τις ικανότητες του.
Ότι το μποξ είναι μια ασχολία της εργατικής τάξης φαίνεται όχι μόνο στην σωματική φύση της δραστηριότητας
αλλά και στην κοινωνική στράτευση των παικτών της και τη συνεχή εξάρτηση από ανειδίκευτες ή χαμηλόμισθες
δουλειές για να στηρίξουν την καριέρα τους στο ρινγκ. Υποδεικνύεται επίσης από το γεγονός, ότι οι πυγμάχοι
θεωρούν την προπόνηση όχι ως απλό χόμπι και διασκέδαση αλλά πρωτίστως ως δουλειά.
Όμως το επαγγελματικό μποξ διαφέρει και θεωρείται προτιμητέο από τη χαμηλόμισθη εργασία, από πολλές
απόψεις. Πρώτον, σε αντίθεση με τη δουλειά εργοστασίου για παράδειγμα, η πυγμαχία είναι μια μορφή
σωματικής εργασίας που οι πυγμάχοι επιδιώκουν και εκτιμούν επειδή τους παρέχει ένα υψηλό βαθμό ελέγχου
πάνω στην εργασιακή διαδικασία και μια μοναδική ανεξαρτησία από την άμεση επίβλεψη. Πράγματι, η
επαγγελματική ηθική της «θυσίας» απαιτεί να υποτάσσονται σ’ ένα αυστηρό καθεστώς προπόνησης και στην
σκληρή εξουσία του προπονητή τους.
[3]
Και αν είναι καλοί και πρέπει να προχωρήσουν, θα πρέπει να
βρεθούν υπό την καθοδήγηση ενός μάνατζερ. Αλλά αυτό το πλαίσιο πειθάρχησης, είναι ένα πλαίσιο στο οποίο
συναινούν χάρη στο γεγονός ότι μπαίνουν στο επάγγελμα& και το οποίο θεωρούν ευνοϊκό γι’ αυτούς.
Επιπλέον, τους αφήνει ένα βαθμό αυτονομίας στον σχεδιασμό και την εκτέλεση της καθημερινής ρουτίνας, η
οποία αποτελεί το επαγγελματικό τους καθήκον. Οι πυγμάχοι υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να προπονούνται
Σελίδα 1 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
και να αγωνίζονται παρά τη βούλησή τους: πρέπει να επιθυμούν να είναι στο ρινγκ. Ούτε έχουν συμφέρον στο
«σκαπουλάρισμα», δεδομένου ότι αυτοί είναι που θα υποστούν τις συνέπειες της έλλειψης αφιέρωσης και
έντασης στο ρινγκ. Οι πυγμάχοι δίνουν μεγάλη αξία στο να είναι «αφεντικά του εαυτού τους» και παίρνουν την
ευθύνη για το αποτέλεσμα των επαγγελματικών τους προσπαθειών. Δεύτερον, αν και μπορεί να μην φαίνεται
στον αμύητο θεατή, το μποξ είναι μια δραστηριότητα απαιτητική σε δεξιότητες (skillful) ενώ ταυτόχρονα
προϋποθέτει τον έλεγχο ενός πολύπλοκου και πολυεπίπεδου φάσματος γνώσης.
[4]
Μια πολύ γνωστή παροιμία
των γυμναστηρίων λέει ότι το μποξ είναι «εβδομήντα πέντε τοις εκατό σωματικό και εβδομήντα πέντε τοις
εκατό διανοητικό» που σημαίνει ότι η πυγμαχία απαιτεί όχι μόνο σωματική δύναμη και τεχνική ικανότητα
αλλά, επίσης, ηθική ακεραιτότητα και στρατηγική ευφυΐα. Επειδή ένας γύρος του μποξ κατ’ ουσία είναι μια
στρατηγική και αλληλοδρασιακή αντιπαράθεση, δεν αρκεί μόνο ο έλεγχος των βασικών χτυπημάτων (κροσέ,
ντιρέκτ, άπερκατ, χουκ) και των κινήσεων (παραπλάνηση και απόκρουση, πίβοτ, μπλοκ, και λοιπά) και το να
μάθεις να έχεις το πάνω χέρι στο ρινγκ. Ένας πυγμάχος πρέπει επίσης να αναπτύξει την ικανότητα να
συνδυάζει και να εντάσσει όλα αυτά τα στοιχεία εκ νέου κατά τη διάρκεια κάθε γύρου, προκειμένου να λύνει τα
πρακτικά αινίγματα που τίθενται από το ρεπερτόριο των σωματικών, τεχνικών και στρατηγικών χειρισμών του
αντιπάλου […]
[…] Όπως η δραστηριότητα του ηλεκτρολόγου, του οξυγονοκολλητή ή του κεραμοποιού
[5]
, η πυγμαχία
απαιτεί μια πλαισιωμένη, καταστασιακά κατάλληλη, ενσωματωμένη ικανότητα που δεν μπορεί να αποσπαστεί
από το φυσικό της πλαίσιο και να κατανοηθεί πέρα από τις συγκεκριμένες συνθήκες ενεργοποίησής της. Είναι
μια τεχνική της κίνησης, η οποία αποτελείται από εκπαιδευμένες σωματικές, γνωστικές, συναισθηματικές και
παρορμητικές διαθέσεις που δεν μπορούν να κληρονομηθούν ή να μαθευτούν μέσα από τη θεωρία, αλλά
αντίθετα πρέπει πρακτικά να καλλιεργηθούν στον πυγμάχο μέσα από την άμεση ενσωμάτωση.
[6]
Αυτό
σημαίνει ότι χρειάζονται χρόνια εντατικής και επίμονης προπόνησης, καθώς επίσης και μεγάλη εμπειρία πάνω
στο ρινγκ για να πει κάποιος ότι είναι έτοιμος να αγωνιστεί. Οι περισσότεροι προπονητές εκτιμούν ότι
απαιτείται ένα μίνιμουμ τρία με τέσσερα χρόνια για την παραγωγή ενός επαρκούς ερασιτέχνη πυγμάχου και
άλλα τρία χρόνια για να είναι ικανός επαγγελματίας. «Δεν υπάρχει στο μποξ ένα σημείο από το οποίο και μετά
να πεις ότι είσαι έτοιμος» και «το να μάθεις να πυγμαχείς δεν είναι μια εύκολη πορεία», παρατηρεί ο παλιός μου
προπονητής. «Ναι, μπορεί να έρχονται στο γυμναστήριο εκατοντάδες άτομα, κάνα δυοαπό δαύτους θα γίνουν
πυγμάχοι». Κάτι που με τη σειρά του μας εξηγεί την υψηλή διακριτική αξία του πυγμαχικού επαγγέλματος: ο
καθένας μπορεί να πιάσει μια δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο ή να διακινεί ναρκωτικά στους δρόμους. Δεν έχει ο
καθένας το σθένος να μπει στο ρινγκ και πολύ περισσότερο τα «κότσια» να αποσυρθεί σ’ ένα γυμναστήριο για
χρόνια και να αντέξει την επίπονη πειθαρχία του νου και του σώματος που αυτή απαιτεί.
[7]
Η γνήσια
δέσμευση και αγάπη για το παιχνίδι είναι απαραίτητα για να διατηρηθεί ένας πυγμάχος στο χρόνο. Ως προς
αυτό, και με όρους αυτονομίας και δεξιότητας, οι μποξέρ μοιάζουν με τους τεχνίτες περισσότερο απ’ ό,τι οι
κλασικοί προλετάριοι της Μαρξικής θεωρίας: είναι μικροί επιχειρηματίες σε μια επικίνδυνη σωματική επιτέλεση
(performance).
Τρίτον, σε αντίθεση με τις περισσότερες χαμηλόμισθες, χωρίς μέλλον, και ανειδίκευτες δουλειές της νέας
αστικής οικονομίας,
[8]
στις οποίες προορίζονται μαζικά οι νέοι του κέντρου των πόλεων, το μποξ προσφέρει
την ελπίδα– έστω και ωςψευδαίσθηση– μιας καριέρας, δηλαδή την πιθανότητα της ανέλιξης μέσα σε μια σειρά
ιεραρχικά ταξιθετημένων θέσεων, σε μια ανοδική κλίμακα στάτους, πρεστίζ και εισοδήματος. Ακόμα
καλύτερα: για τους λίγους, εκείνους που κάπως καταφέρνουν να συγκεντρώσουν το «νικηφόρο» σύνολο από
καρδιά, ταλέντο και «τους σωστούς ανθρώπους πίσω τους», υπάρχει η υπόσχεση να γίνουν πλούσιοι και να
ξεφύγουν μια για πάντα «από τη ζωή της αστικής δουλοπαροικίας».
[9]
Το λιγότερο που προσφέρει το μποξ,
και σε αντίθεση με την καθορισμένη μισθωτή εργασία, στην οποία ο μόχθος και η ανταμοιβή έχουν τεράστια
απόσταση, είναι ότι αυτή η επίμονη προσπάθεια θα ανταμειφθεί: «Μαθαίνεις μια δεξιότητα, κάτι που σου
αρέσει να κάνεις ... είναι σα να είσαι πραγματικά σε μια δουλειά, οκτώ ώρες την ημέρα στο γυμναστήριο – και
έχεις ανταπόδοση, ανταπόδοση μακροπρόθεσμα», βεβαιώνει ο Matt, ένας μαύρος από τη Νότια Όχθη που
διεκδίκησε δυο φορές τον παγκόσμιο τίτλο.
[…] Όπως πολλά από τα παραπάνω αποσπάσματα θα έχουν ξεκάθαρα δείξει, η αντίληψη του πυγμάχου για το
Σελίδα 2 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
επάγγελμά του δεν είναι άμοιρη αισθητικής. Όχι με την «αφ’ υψηλού» έννοια ενός αποστασιοποιημένου
ενδιαφέροντος για την εκφραστικότητα, τη συνοχή των μορφών, και την εξύμνηση της τελικότητάς τους. Ούτε
ως μια «θεμελιωμένη αισθητική», συνυφασμένη με τη δομή προσωποποιημένων πράξεων πολιτιστικής
κατανάλωσης.
[10]
Η ειδική αίσθηση της ομορφιάς του πυγμάχου έγκειται σε μια κριτική και βαθιά κατανόηση
του άμεσου στρατηγικού ελέγχου ενός μπερδεμένου συνόλου από τεχνικές, περιορισμούς και απρόοπτα που
απαιτούν ψυχραιμία, σβελτάδα, σιγουριά απόφασης και μοναδική ακρίβεια, καθώς επίσης και διεισδυτική
παρέμβαση για την επίτευξη του σκοπού. Ο Ed, ένας μαύρος 36 ετών βαρέων βαρών, που δουλεύει ως
διορθωτής γραφείου και σε ένα συμβουλευτικό σταθμό και ο οποίος ήρθε να πυγμαχήσει μετά από μια σύντομη
καριέρα στο Αμερικάνικο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, το λέει με τα εξής λόγια:
Να μπορείς να στέκεσαι απέναντι σ’ έναν άνθρωπο, σ’ ένα ογκώδητύπο, που σε χτυπάει και κάνει ό,τι μπορεί
για να σε βλάψει, κι όμως δεν μπορεί ούτε να σ’ αγγίξει και συ δεν είσαι ούτε μισό μέτρο μακριά του: αυτό,
αυτό, είναι τέχνη να μπορείς να το κάνεις αυτό….Να μπορείς να έχεις το ρυθμό σου,το δικό σου ατομικό στυλ,
να το δείχνεις και να το παρουσιάζεις στο κοινό, να έχεις μια τέχνη, που να την εκτιμούν, ξέρεις. Είναι πολύ
προνομιούχο.
Αυτό που καθιστά το μποξ τέχνη για τους επαγγελματίες πυγμάχους, για το οποίο διαφωνούν ακαδημαϊκοί και
αθλητικοί δημοσιογράφοι, δεν είναι ότι αποτελεί ένα «συμβολικό διάλογο» (όπως λέει ο C. A. Ashworth) και,
πολύ λιγότερο, μια «συζήτηση» που θα είχαν οι πυγμάχοι χάρη στις «σωματικές τους ικανότητες» (για να
επικαλεστώ το επαναλαμβανόμενο ιδιόλεκτο του Norman Mailer).
[11]
Είναι «οι τεχνικές που πρέπει να
κατέχεις, η προπόνηση που πρέπει να υποστείς», και η μοναδική όσμωση σώματος και νου, ενστίκτου και
στρατηγικής, συναισθήματος και λογικής που πρέπει να φανούν στην πράξη (inactu), στις ορατές πράξειςτης
σύγκρουσης. Η πυγμαχική ομορφιά έγκειται στις πρακτικότητες του ίδιου του αγώνα, όχι σ’ αυτό που
σηματοδοτεί, κάτι που φαίνεται από το παρακάτω σχόλιο του Jeff: «Το να μπορείς να δώσεις μια μπουνιά έτσι
όπως την έχεις απεικονίσει στο κεφάλι σου, πώς θα το κάνεις, ξέρεις: Αυτό είναι τέχνη. Η σωστή χρονική
στιγμή, η σωστήταχύτητα, τα πάντα. Είναι ένα διαβολεμένο συναίσθημα που βιώνεις, μετά από πολύ προπόνηση
να χτυπάς κάποιον με μια τόσο τέλεια μπουνιά». Αν η πυγμαχία είναι καλλιτεχνική, τότε, δεν έχει να κάνει τόσο
με την αισθητική του Καντ, ως μια έκφραση μίας καθαρής διάθεσης που έχει στόχο να «διαφοροποιήσει» και να
«εκτιμήσει» την ομορφιά που εγγράφεται στην εσώτερη ευαισθησία κάποιου, όσο με την εκδήλωση αυτού που ο
Veblen αποκαλούσε «ένστικτο του τεχνίτη»: μια ιδιοτελής, εγκόσμια εκτίμηση της «αποτελεσματικής χρήσης
των διαθέσιμων μέσων και της επαρκούς μεταχείρισης των διαθέσιμων πόρων για τους σκοπούς της ζωής».
[12]
[…]
«Μια τρυφερή αγάπη»,
ή οι αισθησιακές απολαβές της επαγγελματικής πυγμαχίας
Οι μποξέρ είναι δεμένοι με το επάγγελμά τους μέσω μιας βαθιάς, πολύπλοκης, αισθησιακής σχέσης
τρυφερότητας και έμμονης αφιέρωσης, ενός οργανικού συνδέσμου (sympatheia) που μοιάζει με την αφοσίωση
που εγγράφεται σ’ όλη τους την ύπαρξη – ή, ακόμα καλύτερα, μια μορφή κτητικότηταςπου γεννιέται μέσω της
ανασυγκρότησης του «βιωμένου τους σώματος» για να ταιριάξει με τα ειδικά χρονικά, φυσιολογικά, γνωστικά
και συναισθηματικά προαπαιτούμενα του αθλήματος.
[13]
Η πυγμαχία δεν είναι απλώς κάτι που κάνουν, μια
εργαλειακή πρακτική, μια ψυχαγωγία και μια όψη της δουλειάς τους ξεχωριστή από το προσωπείο τους. Επειδή
απαιτεί και επηρεάζει μια πολύ βαθιά αναδόμηση του εαυτού τους και είναι μια ολοκληρωτική αποικιοποίηση
του βιόκοσμού τους, το μποξ αποτελεί αυτό που οι ίδιοι είναι: προσδιορίζει ταυτόχρονα τη μύχια ταυτότητά
τους, τις πρακτικές τους προσκολλήσεις και πράξεις, και την πρόσβαση και θέση τους στο δημόσιο χώρο.
[14]
Ο
λόγος για τον οποίο οι μποξέρ φαίνεται να μην μπορούν να αποσυρθούν μια κι έξω από το άθλημα, λέει ο
Vinnie, ένας λευκός «ταλαντούχος» ο οποίος έχει ένα συνεχές 11 νικών από τα δωδέκατά του γενέθλια και που
στηρίζεται από ένα μάνατζερ, είναι «διότι αποτελεί κομμάτι της ψυχήςτους, έχει γίνει μέρος της καρδιάςτους
Σελίδα 3 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
μπορείς να πεις, μπορεί να θέλουν να τα παρατήσουν, μπορεί να μην θέλουν να πάνε στο γυμναστήριο (με
πάθος), αλλά πάνταθα’ ναι ένα κομμάτι τους: μεγάλε, είναι πυγμάχοι».
[…]Το να δίνουμε έμφαση στην υλική ανασφάλεια και στο απορρέον σχέδιο οικονομικής καλυτέρευσης,
δύσκολα μπορεί να ερμηνεύσει τη ζέση και το βάθος της εμπλοκής που δένει τους πυγμάχους με το επάγγελμά
τους. Απόδειξη είναι ότι λίγοι απ’ αυτούς θα άφηναν το επάγγελμά τους για μια ασφαλή δουλειά στην
οικονομία της μισθωτής εργασίας, έστω και αν αυτή προσέφερε πολλά στους ίδιους και την οικογένειά τους.
Επίσης, πολλοί μποξέρ θυσιάζουν πολλές επαγγελματικές ευκαιρίες και προτάσεις για χάρη των πυγμαχικών
τους φιλοδοξιών, αφήνοντας δουλειές είτε επειδή είναι σωματικά απαιτητικές και θα δαπανούσαν πολύ από την
ενέργειά τους, είτε λόγω της αντίθεσης ανάμεσα στην εργασία τους και το προπονητικό τους πρόγράμμα […]
[…] Οι πυγμάχοι, συχνά στο λόγο τους, χρησιμοποιούν μεταφορές, για να εκφράσουν το μύχιο ξεμυάλισμαπου
έχουν για το επάγγελμά τους και τον ηθικό καταναγκασμό που αισθάνονται να δίνουν σ’ αυτό όλα όσα έχουν,
επικαλούμενοι βιολογικούς όρους για ουσίες που προκαλούν εξάρτηση. «Δεν θέλω να πω ότι είναι ασθένεια»,
σκέφτεται σοβαρά ο Jesse, ένας 29χρονος Λατίνος αστυνομικός που μπήκε στο γυμναστήριο στα 14 και
πυγμαχεί από τότε αδιαλείπτως. «Δεν νομίζω ότι είναι ασθένεια. Είναι μια τρυφερή αγάπηπου τρέφω για το
μποξ». Η πυγμαχία, διευκρινίζουν, «είναι κάτι που τρέχει στο αίμα σου», κάτι που «δεν μπορείς να το βγάλεις
από μέσα σου», από τη στιγμή που πήρες μια γεύση απ’ αυτό, έστω και αν απειλεί να σε καταστρέψει
ολοκληρωτικά.
[15]
Οι μποξέρ, επίσης, δανείζονται εκφράσεις από το λεξιλόγιο του ρομάντζου, για να
εκφράσουν τη βαθύτητα και την ευλάβεια που τρέφουν για τη «Γλυκιά Επιστήμη», μιλώντας για την τελευταία
όπως θα μιλούσε κάποιος για μια δύσκολη αλλά έντονη και προκλητική αγάπη ή, ακόμα καλύτερα, για μια
αισθησιακή και εκρηκτική ερωμένη, πολύ ζηλιάρα, αλλά για της οποίας τον μαγνητισμό δεν μπορεί να
αδιαφορήσουν ή να την εγκαταλείψουν. «Αφιερώνεις πολύ από τον χρόνο σου, ξέρεις, αίμα και ιδρώτα για
πολλά χρόνια – ξέρεις, πώς μπορείς να το παρατήσεις;», ρωτάει ρητορικά ένας 26χρονος λευκός μεσαίων βαρών
που μπαίνει στην τρίτη του χρονιά ως επαγγελματίας. «Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που απλώς το
αποχωρίστηκανκαι δεν γύρισαν πίσω, νομίζω είναι πολύ σκληρό».
[16]
Το μποξ, με πολλούς τρόπους, αποτελεί
ένα δομικό αντίβαρο και αντίζηλο στην ερωτική σύντροφο του πυγμάχου, με την έννοια ότι του αποσπά χρόνο,
ενέργεια, ψυχική και συναισθηματική επένδυση από την οικιακή και ερωτική σφαίρα, διεκδικώντας για το ίδιο
(το μποξ) τη λίμπιντο του πυγμάχου. Πράγματι, οι πυγμάχοι που «σταματούν την προπόνηση» χάνοντας μια
χρονιά αγώνων ή που έχουν σεξουαλικές περιπτύξεις πριν τον αγώνα, αναφέρουν συχνά ότι αισθάνονται
ένοχοι «απάτης», σαν να ήταν το μποξ η πραγματική τους σύντροφος, φιλενάδα ή η ερωμένη τους.
[…] Όπως με το τραγούδι, τον χορό, το κήρυγμα και όλα τα συγγενή επαγγέλματα επιτέλεσης (performance) που
επικεντρώνονται στο σώμα και που παραδοσιακά κατέχουν κεντρική θέση στην κουλτούρα των εργατικών
τάξεων, ιδιαίτερα των Αφρο-αμερικανικών
[17]
, η πυγμαχική γενναιότητα από πολλούς θεωρείται ιερό
«χάρισμα», μια χαρισματική δεξιότητα περιβεβλημένη με ανώτερη εξουσία, ο κάτοχος της οποίας φέρει την
ηθική υποχρέωση να την καλλιεργήσει και να την χρησιμοποιήσει καλά. Όπως η εκφραστική ευχέρεια στην
περίπτωση του μαύρου ιερέα, οι πυγμάχοι πιστεύουν ότι το μποξ είναι κάτι που το «έχουν μέσα τους» και ότι θα
ήταν αδιανόητο να μην εκμεταλλευτούν τέτοιο εσωτερικό θησαυρό και να μην συνειδητοποιήσουν το
πεπρωμένο που τους περιμένει. Η σαρκική έλξη που ασκεί η πυγμαχία είναι τόσο ισχυρή ώστε οι μποξέρ χάνουν
την ικανότητα να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους πέρα από το ρινγκ.
[18]
Πράγματι, σε πολλές
περιπτώσεις η πυγμαχία είναι τόσο πολύ ταυτισμένη με την αίσθηση του εαυτού τους, τόσο βαθιά
αναμεμειγμένη με την ψυχική και συναισθηματική συγκρότηση της ατομικότητάς τους, ώστε δεν μπορούν να
αντιμετωπίσουν τη ζωή χωρίς αυτή.
[19]
Οι μποξέρ αισθάνονται ότι όταν μπαίνουν στον μεγάλο κύκλο (του ρινγκ) μπορούν να πετύχουν κάτι
αδιανόητο, μη προσβάσιμο ή απαγορευμένο για τους απ’ έξω, είτε αυτό είναι ο πλούτος, η δόξα, η έξαψη, μια
αίσθηση προσωπικού ελέγχου και ηθικής επάρκειας, ή απλά η ανομολόγητη και μονότονη χαρά τού να
παγιδευτείς σ’ ένα ισχυρό δεσμό με έντονες δραστηριότητες, οι οποίες τους αξιοδοτούν και δίνουν ταυτόχρονα
στη ζωή τους ενθουσιασμό, παρορμητικότητα και νόημα. Σημαντικότερο δε, είναι ότι όλες αυτές τις απολαβές
μπορούν να τις αποκτήσουν με τις δικές τους δυνάμεις, ως αποτέλεσμα των ατομικών τους επιλογών και
Σελίδα 4 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
επιδιώξεων, εκουσίων και ελευθέρα βουλήσει (volensetlibens), πιστοποιώντας έτσι τη μεγάλη τους ικανότητα να
εξολοθρεύουν τους κοινούς καταναγκασμούς που περιορίζουν τους άλλους γύρω τους. Περιληπτικά, η ισχυρή
προτίμηση για το επαγγελματικό μποξ δεν είναι τόσο (ή δεν είναι μόνο) μια αντίδραση στην υλική στέρηση, όσο
ένας τρόπος να επεξεργαστούν, και μετά να απαντήσουν σε μια υπαρξιακή πρόκληση του ίδιου τους του είναι,
κάτω από τέτοιες συνθήκες, που το ρινγκ τούς φαίνεται ως η πλέον ελκυστική αρένα την οποία μπορούν να
κατακτήσουν.
Το μποξ είναι, για να δανειστώ τη ορολογία του Goffman, «ο τόπος που βρίσκεται η δράση»: ένα σύμπαν στο
οποίο η πλέον ασήμαντη συμπεριφορά είναι «μοιραία», δηλαδή, δυνάμει προβληματική και με σημαντικές
συνέπειες για τα άτομα που εμπλέκονται σ’ αυτό.
[20]
Μπαίνοντας σ’ ένα επάγγελμα που εξαρτάται από
«την ηθελημένη ανάληψη σοβαρών ρίσκων»,
[21]
οι πυγμάχοι αποφασιστικά ευθυγραμμίζουν τη δομή και το
πλαίσιο ολόκληρης της ύπαρξής τους –τη χρονική της ροή, το γνωστικό και συναισθηματικό της προφίλ, το
ψυχολογικό και κοινωνικό της πλέγμα– με τρόπους που τους τοποθετούν σε μα μοναδική θέση, προκειμένου να
επιβεβαιώσουν τη βούλησή τους. Και αυτό διότι, με το ρίσκο έρχεται και η πιθανότητα του ελέγχου, με τον πόνο
και τη θυσία έρχεται η πιθανότητα της ηθικής ανύψωσης και της δημόσιας αναγνώρισης και με την πειθαρχία
και τη δέσμευση έρχεται το υπαρξιακό όφελος της προσωπικής ανανέωσης και της υπέρβασης. Μέσα από το
λειτούργημα του μποξ, η φιλοδοξία των πυγμάχων είναι να επαναπροσδιορίσουν τους εαυτούς τους και τον
κόσμο γύρω τους.
Η επαγγελματική πυγμαχία διευκολύνει τους πιστούς της να ξεφύγουν από το βασίλειο της ασημαντότητας και
της οντολογικής ανασφάλειας στην οποία τους τοποθετούν οι απέριττες ζωές τους, οι ανασφαλείς δουλειές και
οι γεμάτες τριβές οικογενειακές τους καταστάσεις και αντίθετα να μπουν σε ένα υπερ-καθημερινό,
υπερπραγματικό χώρο στον οποίο μπορεί να επιτευχθεί ένας αμιγής και υπερμεγέθης ανδρικός εαυτός.
[22]
Η
επαγγελματική πυγμαχία το πετυχαίνει αυτό ρίχνοντάς τους στο μέσο ενός πολυτελούς αισθησιακού τοπίου,
ενός μεγάλου και ποικίλου πανοράματος από συναίσθημα, απόλαυση και δραματικές ανακουφίσεις. Χάρη στο
κλείσιμό του από τους απ’ έξω, και στο σκληρό ψυχοσωματικό καθεστώς που απαιτεί, το πυγμαχικό σύμπαν
επιδεικνύει μια μοναδική «ισορροπία έντασης ανάμεσα στο συναισθηματικό έλεγχο και τη συναισθηματική
διέγερση», η οποία προκαλεί μια χωρίς προηγούμενο έξαψη και προσφέρει διαρκή «συναισθηματική ανανέωση»
στους συμμετέχοντες σε αυτό. Δομημένο με τέτοιο τρόπο που αντιτίθεται στην μονοτονία της καθημερινής ζωής
του αστικoύ (urban) περιθωρίου, ακόμα και η πλέον επαναλαμβανόμενη και προβλέψιμη ρουτίνα είναι
ζωογόνος και σαγηνευτική, χάρη στις αλλαγές που προκαλεί στην «ισορροπία των αισθήσεων»
[23]
και τη
συνεχή κινητική, αισθητική, οπτική και αισθητή διέγερση που παρέχει […]
[…] Το συναισθηματικό προφίλ της μετά το παιχνίδι περιόδου δεν είναι λιγότερο θυελλώδες, αφού προκύπτει
ένα μίγμα πολλαπλών δόσεων ανακούφισης, υπερηφάνειας, ντροπής και απόλαυσης. Ένα ακτινοβόλο
συναίσθημα προσωπικής ικανότητας και επίδοσης είναι πάντα παρόν, στο βαθμό που ο μποξέρ προετοιμάστηκε
με επάρκεια και ανταποκρινόμενος στο καθήκον και «θυσίασε» τα πάντα σύμφωνα με όσα ορίζει ο ηθικός
κώδικας του επαγγέλματος: «Στο τέλος, κερδίσεις ή χάσεις, ξέρεις ότι όλα τέλειωσαν και θα τσουγκρίσεις τα
χέρια και θα συγχαρείς τον τύπο με τον οποίο πυγμάχησες. Αυτό είναι το μεγαλύτερο, το μεγαλύτερο
συναίσθημα», νεύει με το κεφάλι του ο Roy. Οι πυγμάχοι συχνά συγκρίνουν την παρηγοριά που τους
διακατέχει μετά από ένα γύρο με το φθάσιμο μιας βουνοκορφής, από την οποία μπορούν να ξαναπέσουν πίσω
στην ηρεμία της καθημερινής ζωής και να γευτούν τις γήινες απολαύσεις που για βδομάδες τους έλειψαν: η
παρακολούθηση της τηλεόρασης αργά τη νύχτα, τα τσιζμπέργκερ και τα μιλκσέικ, οι έξοδοι αναζήτησης
ερωτικών επαφών. Στη South Side, οι πυγμάχοι συγκρίνουν αυτό το συναίσθημα με το «να φυλάς τα νώτα σου»
(takin’ a safe off your back), άλλοι το συνδέουν με το να «έχεις οργασμό», ενώ κάποιοι προτιμούν ένα
παραλληλισμό με τα Χριστούγεννα ή ένα πάρτι γενεθλίων.
[24]
Για τους πυγμάχους δυο πράγματα σίγουρα
δεν είναι το μποξ: αδιάφορο και χαζό.
Η ηθική του μποξ
«Η ηθελημένη ανάληψη σοβαρών ρίσκων είναι ένα μέσο για τη διατήρηση και την απόκτηση του χαρακτήρα»,
Σελίδα 5 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
γράφει ο Goffman στην έξοχη ανάλυσή του για τη μοιραία δράση.
[25]
Μια δεύτερη, φαινομενικά επουσιώδης,
αλλά σημαντική έλξη που ασκεί η επαγγελματική πυγμαχία είναι ότι, στηριζόμενη σε μια λογική αγωνιστικής
πρόκλησης και σε μια απαρέγκλιτη υπακοή στην ασκητική ζωή, παρέχει μια ιδιαίτερα αποτελεσματική
διαδικασία για τη δημόσια επίτευξη της γενναιότητας και της ανδρείας. Μέσα στα σχοινιά, κάποιος μπορεί να
αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο ότι είναι παλικάρι (virfortis)αλλά επίσης και ότι είναι ενάρετος
άνθρωπος. Το μποξ, λένε στην αδελφότητα των πυγμάχων, «λέει την αλήθεια» για κάποιον – όχι μόνο γα τη
δημόσια και επαγγελματική του πλευρά ως πολεμιστή του ρινγκ, αλλά και για την εσωτερική του αξία ως
ατόμου.
Η ομολογία που εγκαθιδρύεται μέσα και δια του ρινγκ ανάμεσα στην σωματική τελειότητα και το ηθικό
στάτους, στηρίζεται πρώτα στην ιδέα, την αυστηρά προφυλαγμένη στην καθολικά αποδεκτή αντίληψη της
«θυσίας», ότι η επιτυχία στην πυγμαχική αρένα εξαρτάται από την εκτός ρινγκ υιοθέτηση κατάλληλων
σωματικών συνηθειών και συμπεριφοράς. Πιστεύεται ότι ένας απλός μποξέρ που ευσυνείδητα υποτάσσεται στις
προσταγές της πυγμαχικής κατήχησης, έτσι όπως συγκεκριμένα εφαρμόζονται στην ανατροφή, στην κοινωνική
ζωή και την σεξουαλική δραστηριότητα, έχει κάθε πιθανότητα να νικήσει ένα πιο ταλαντούχο αλλά άσωτο
αντίπαλο.
Άσχετα με το εάν μια τέτοια δικαιοσύνη υπάρχει στην πραγματικότητα, η πυγμαχία είναι ένα «σύστημα
εκπαίδευσης» (disciplina) που προικίζει τη ζωή του πυγμάχου με ηθικό σθένος, εξαιτίας του γεγονότος ότι της
δίνει μια ασκητικότητα και την υποβάλλει σε μια παραδειγματική για την ευρύτητα και αυστηρότητά της
στρατιωτική πειθαρχία.
[26]
[…] Δεύτερον, το μποξ «λέει την αλήθεια» επειδή υποβάλλει τους πιστούς του σε μια έντιμη παρακολούθηση
και δημόσια κρίση από όμοια σκεπτόμενους, δηλαδή τα μέλη της συντεχνίας και της ευρύτερης κοινότητας των
θαυμαστών. Είναι βασικό ότι η σύγκρουση του επαγγελματία πυγμάχου λαμβάνει χώρα απέναντι σ’ ένα κοινό,
αφού μόνο αυτό μπορεί να βεβαιώσει την αξία των πυγμάχων με την παρουσία του και τη συλλογική του
αντίδραση. Το να σε βλέπει το κοινό, να είσαι το κέντρο της προσοχής, να αναγγέλλεται το όνομά σου, να
αναγνωρίζεσαι, να μιλάνε για σένα, είτε με δέος είτε με περιφρόνηση, αποσπώντας «τις φωνές και την εκτίμηση
του πλήθους» είναι ένας πολύ αξιοδοτημένος στόχος και μια διάχυτη ικανοποίηση αυτή καθ’ αυτή. Ο Bernard
εύκολα υποστηρίζει ότι έκανε μποξ «για τη δόξαμεγάλε, για το φαίνεσθαι, τους προβολείς, τους προβολείς. Για
ένα πράμα: τους προβολείς. Ήμουν στο κέντρο του ρινγκ και τραβούσε η τηλεόραση, ξέρεις. Δεν μπορεί ο
καθένας να ’ναι στην τηλεόραση, ενώ εγώ;» Η καθημερινή γλώσσα των πυγμάχων αυτό το αναγνωρίζει στην
αντινομία που εγκαθιδρύει ανάμεσα στους «ονομαστούς πυγμάχους» και τους ανώνυμους «αντιπάλους», τους
«bums» (οι τεμπέληδες, οι χασομέρηδες, οι ασήμαντοι), τους αποκαλούμενους «χωρίς όνομα», οι οποίοι
αποτελούν τα σώματα προς εκτέλεση για εκείνους που αναζητούν σπόνσορες και «μπορούν να προχωρήσουν».
Η επαγγελματική πυγμαχία είναι κατάλληλη για την προσωποποιημένη κατασκευή και τη δημόσια επικύρωση
ενός ανδρικού ηρωικού εαυτού, επειδή είναι μια μοναδικά ατομικιστική μορφή ανδρικής προσπάθειας, της
οποίας οι κανόνες είναι ξεκάθαροι και τοποθετούν τους πυγμάχους σε μια διάφανη κατάσταση ριζοσπαστικού
αυτοκαθορισμού. Σε αντίθεση με τα ομαδικά αθλήματα, όπου η επιτυχία αναγκαστικά εξαρτάται από το
ταμπεραμέντο και τις πράξεις των άλλων, η πυγμαχία είναι μια πρόσωπο-με-πρόσωπο σύγκρουση αντρίκιας
βούλησης και δεξιότητας, στην οποία δεν εξαρτάσαι από κανένα παρά μόνο από τον εαυτό σου.
[27]
Βεβαίως,
ο προπονητής βοηθάει κατά τη διάρκεια της μονόλεπτης διακοπής μεταξύ των γύρων, και οι συμβουλές και η
στήριξή του σίγουρα επηρεάζουν την έκβαση του αγώνα. Αλλά όταν χτυπήσει το καμπανάκι, πρέπει να
παραδοθείς στη δοκιμασία της εξαίρετης μοναχικής σύγκρουσης. Και δεν μπορείς να φύγεις, αφού «δεν
υπάρχει μέρος να κρυφτείς» στο ρινγκ. Όπως στο Ρωμαϊκό αμφιθέατρο οι μονομάχοι πολεμούσαν μέχρι
θανάτου χωρίς την πιθανότητα εξωτερικής βοήθειας ή διαφυγής, έτσι και στο ρινγκ δεν μπορεί κανείς «να
υποκριθεί το παλικάρι ή να το παίξει δειλός και να διαφύγει».
[28]
Αντίστοιχα, ο πυγμάχος αποσπά την
ξεκάθαρη αναγνώριση που αρμόζει στις πυγμαχικές του επιτυχίες, την οποία δεν χρειάζεται να μοιραστεί με
συμπαίκτες, οι οποίοι μπορεί και να μην την αξίζουν.
Σελίδα 6 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
Έτσι, το γυμναστήριο και το ρινγκ παρέχουν μια σκηνή πάνω στην οποία η προσωπική υπερηφάνεια και αξία
μπορούν να επιβεβαιωθούν και να φανούν μέσω αυτής της, επίμονης και απαιτητικής σε δεξιότητες, δράσης
αυτοκαθορισμού.
Επιπλέον, στην υψηλή εκτίμηση και την πλατιά αναγνώριση που οι επαγγελματίες πυγμάχοι αποσπούν από το
κοντινό τους κοινωνικό περιβάλλον, βρίσκει την κατεξοχήν έκφρασή της η τοπική ηθική της πυγμαχίας. Στις
οικογένειες και την γειτονιά τους, οι πυγμάχοι όχι μόνο τιμούνται για την σκληρότητα και την γενναιότητά τους,
αλλά επίσης θαυμάζονται όταν προβάλλουν μια θετική επαγγελματική εικόνα σκληρής δουλειάς, πειθαρχίας
και καρτερικότητας. Ο σεβασμός και η στήριξη που λαμβάνουν είναι άμεσα ορατά στη γεμάτη υπερηφάνεια
φροντίδα με την οποία τούς μεταχειρίζονται οι γονείς τους και την ειδική προσοχή που τους παρέχουν οι φίλοι
και οι κολλητοί, σε επαφές στις οποίες οι γνωστοί μιλούν για ένα επερχόμενο αγώνα ή αποσπούν το σχόλιό τους
για ένα πρόσφατο τηλεοπτικό ματς, καθώς επίσης και στον θαυμασμό των μικρών παιδιών που τους
ακολουθούν ή τρέχουν πίσω τους να κουβαλήσουν το σάκο τους όταν πάνε στο γυμναστήριο.
[…] Οι γείτονες και οι συγγενείς εκτιμούν τους επαγγελματίες πυγμάχους για τη σθεναρή τους άρνηση να
υποκύψουν στην κοινωνική αναγκαιότητα, πολεμώντας αντίθετα για μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και
αντιστεκόμενοι είτε στο να παραδοθούν στην εξάρτηση και την ανηθικότητα όπως γίνεται με πολλούς
κάτοικους του γκέτο είτε, ακόμα χειρότερα, στο να στραφούν σε εγκληματικές δραστηριότητες ως ένα μέσο
υλικής συντήρησης και ανέλιξης. Είναι ευγνώμονες για το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την καταστροφική
φιγούρα του έμπορου ναρκωτικών, η βιομηχανία της πυγμαχίας προσανατολίζεται προς τη «νόμιμη» πλευρά
της κοινωνίας και συμβάλλει στο συλλογικό ευ ζην της κοινότητας και όχι στην υπονόμευσή της.
[…] Αν όχι για άλλο λόγο, το μποξ βιώνεται ως μια θετική δύναμη στη ζωή εκείνων που πετυχαίνουν στην
καριέρα τους, χάρη στην προφυλακτική λειτουργία που παίζει σε σχέση με τα εγκλήματα του δρόμουκαι άλλες
κοινωνικές ασθένειες. Ακόμα και όταν βγάζουν λίγα ή και καθόλου χρήματα και οδηγούνται σε επαγγελματικό
αδιέξοδο, αποστερημένοι κληρονομήσιμων δεξιοτήτων και χρήσιμων επαφών για την επαγγελματική επιτυχία,
[29]
το γυμναστήριο και το ρινγκ τους προφύλαξε από τους δρόμους και τους κινδύνους του. Έτσι, οι πυγμάχοι
έχουν τουλάχιστον αποφύγει την χειρότερη μοίρα που συχνά απειλεί τους μη-πυγμάχους και τους παιδικούς
τους φίλους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το μακάβριο τρίπτυχο της φυλακής, των ναρκωτικών και του βίαιου
θανάτου.
Ένα ανήσυχο και αμφίθυμο πάθος
Σ’ αυτό το άρθρο επιχείρησα να σκιαγραφήσω μια ακριβή εικόνα του πυγμαχικού κόσμου, έτσι όπως τον
βλέπουν οι κάτοικοί του ή θα ήθελαν να τον φαντάζονται. Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα ατελές και
μονόπλευρο, με την έννοια ότι συνειδητά δίνει έμφαση στη γοητεία και τις αρετές της επαγγελματικής
πυγμαχίας
[30]
σε μια προσπάθεια να συλλάβει την οπτική του μποξέρ και την αντίληψή του –με την διπλή
έννοια της κατανόησης και της ταύτισης– για την πυγμαχική ενασχόληση ως επιδέξιου (skillful) σωματικού
επαγγέλματος. Υποστήριξα ότι για να καταλάβουμε τη σαγήνη, την ανθεκτικότητα και την έγκληση (calling) του
πυγμάχου, δεν αρκεί να αναδείξουμε τους (αρνητικούς) αντικειμενικούς παράγοντες που ωθούν από τα έξω
τους πυγμάχους στο ρινγκ. Πρέπει επίσης, και σαν πρώτη προτεραιότητα, να εξηγήσουμε τις (θετικές) ορατές
δυναμικές που τους σπρώχνουν από τα μέσα στα σχοινιά και τους κρατούν εκεί. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να
δούμε τις βιωμένες πεποιθήσεις του επαγγελματικού μποξ ως ένα ξεκάθαρα περιορισμένο ηθικό,
συναισθηματικό και αισθησιακό κόσμο, στον οποίο η επιδέξια και μοιραία εμπλοκή του προπονημένου σώματος
προσφέρει ένα «χώρο λήθης»
[31]
για τις καταπιεσμένες καθημερινότητές τους και ένα χώρο για τη δημόσια
επιβεβαίωση ενός ηρωικού σούπερ-ανδρικού εαυτού.
Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Gerald Early ότι το μποξ είναι «χωρίς νόημα»
[32]
, εγώ υποστηρίζω ότι
μπορούμε να κατανοήσουμε σε μεγάλο βαθμό το φαινομενικά ανόητο επάγγελμα της πυγμαχίας, υπό τον όρο να
σταματήσουμε να κοιτάμε «απ’ έξω προς τα μέσα» όπως ο αποστασιοποιημένος παρατηρητής –και να
αποφύγουμε την ηθικοπλαστική οπτική που συχνά απορρέει όταν εξετάζουμε από τα πάνω ένα χαμηλό
Σελίδα 7 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
επάγγελμα– για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε από πρώτο χέρι τον ιστό και τη δομή της ζωής του μποξέρ,
διεισδύοντας στη ζωή τους και στα, φαινομενικά ασήμαντα απρόοπτα (contingencies), στα υπολογισμένα ρίσκα
και στις μεγάλες ψευδαισθήσεις, στις οποίες υπόκεινται οι ίδιοι οι πυγμάχοι. Από τη στιγμή που αναδείξαμε τη
γοητεία της επαγγελματικής πυγμαχίας μέσα από τα μάτια και το σώμα του πυγμάχου, το καθήκον της
ανάλυσης αφορά τον εντοπισμό του κοινωνικού μηχανισμού που διαρκώς (ανα)παράγει αυτό το ιδιάζον
πλέγμα αγάπης, οργής και δέσμευσης, ο οποίος ωθεί τους νέους από τα χαμηλότερα στρώματα του κοινωνικού
χώρου να αντιλαμβάνονται και να υιοθετούν την τέχνη του Ανδρός, ως μια συμπεριφορά για την επίτευξη της
αξιοπρέπειας και της λύτρωσης, η οποία, διαφορετικά, καθίσταται απίθανη. Εν συντομία, το καθήκον της
ανάλυσης έγκειται στην εξήγηση της συλλογικής γέννησης και διάχυσης της πυγμαχικής libido, αυτής της
ιδιαίτερης εκδοχής του «κοινωνικά συγκροτημένου συμφέροντος»,
[33]
το οποίο παρακινεί εκείνους στους
οποίους υπάρχει, να αποδίδουν αξία και να παραδίνονται ψυχή τε και σώματι στο πυγμαχικό λειτούργημα.
Αναγνωρίζοντας ότι ο μποξέρ συνδέεται με το επάγγελμά του μέσω μιας οιονεί-θρησκευτικής σχέσης δοσίματος,
[34]
ανακαλύπτουμε ταυτόχρονα πόσο επίπονη και δυσάρεστη είναι αυτή η αφοσίωση. Δεν χρειάζεται να
σκάψουμε πολύ βαθιά για να βρούμε τα θραύσματα της πυγμαχικής πίστης. Κάτω απ’ αυτήν την πίστη
υπάρχουν ψήγματα αμφιβολίας και αμφισβήτησης. Το πάθος που σπρώχνει τους πυγμάχους στο επάγγελμά
τους δεν έχει να κάνει με την ευδαιμονία και την γαλήνη, τον «απόλυτο πλούτο συναισθήματος» (ο ορισμός της
αγάπης του Hegel) που απελπισμένα λαχταρούν. Αντίθετα, είναι ένα πάθος εμποτισμένο όχι μόνο με
αμφιθυμία, ανησυχία, ενίοτε και μνησικακία, αλλά και με τη βαθιά απωθημένη και ενσωματωμένη γνώση της
σκοτεινής πλευράς της πυγμαχίας, με αυτό που ένας πυγμάχος του Σικάγο αποκαλούσε, σε μια στιγμή
φροϋδικής έμπνευσης, «βαρβαρότητα» του αθλήματος (barbaricness): την «καθημερινή εξόντωση» και
«ταλαιπωρία» που υφίστανται προετοιμαζόμενοι για τον αγώνα, την καθημερινή σωματική «κατάχρηση», τον
φόβο για την μπουνιά εκείνη που θα «σε κάνει να μοιάζεις με τον Frankestein για όλη σου τη ζωή», την ανηλεή
εκμετάλλευση που φέρνει στο νου αναλογίες με την σκλαβιά και την πορνεία («οι πυγμάχοι είναι πόρνες και οι
μάνατζερ νταβατζήδες, έτσι το βλέπω εγώ») που απειλεί να μετατρέψει το σώμα σε ένα «κομμάτι κρέας» και,
τέλος, τον δεσποτικό έλεγχο που ασκούν στην κατανομή των υλικών απολαβών οι μάνατζερ και όλοι αυτοί που
προωθούν πυγμάχους και που ευθύνονται για τους αγώνες.
Δεν αναφερόμαστε μόνο στο ότι το μποξ «δεν είναι και τόσο επαγγελματικό», όπως παρατηρεί ο Ed
συγκρατημένα, όπου η απάτη, η αναξιοπιστία και η υπουλότητα είναι συνηθισμένα φαινόμενα, μια «δουλειά»
στην οποία οι πυγμάχοι αντιμετωπίζονται με φροντίδα και σεβασμό, αλλά στην οποία οι πιθανότητες να βγάλει
κάποιος χρήματα είναι ελάχιστες και πολύ άνισα κατανεμημένες εξ’ αρχής.
[35]
Πέρα απ’ όλα αυτά, υπάρχει η
σκοτεινή συνειδητοποίηση ότι, αν δεν γεννιόντουσαν στον πάτο της κοινωνίας και αντίθετα απολάμβαναν το
προνόμιο της κληρονομιάς κάποιας ικανότητας ή τους άρεσε το σχολείο (ή άλλα σπορ με λιγότερα άχθη), δεν θα
φορούσαν ποτέ τα γάντια. «Δεν πυγμαχούν όλοι εκεί έξω για τίτλους, Louie»: οι επαγγελματίες πυγμάχοι
γνωρίζουν καλά ότι το «Σκληρό τους επάγγελμα» δεν είναι παρά το «Παιχνίδι των φτωχόπαιδων», για να
θυμηθώ τα λόγια του James Baldwin,
[36]
και επομένως ότι το επάγγελμά τους είναι μια επιβεβλημένη
τρυφερότητα, μια αιχμαλωτισμένη αγάπη, γεννημένη από τη φυλετική και την ταξική αναγκαιότητα, αν και
δομείται ενάντιά της.
[37]
«Μακάρι να γεννιόμουν ψηλότερος, μακάρι να γεννιόμουν σε μια πλούσια
οικογένεια, δεν ξέρω, μακάρι να ’μουν έξυπνος, να ’χα το μυαλό να πάω σχολείο και πραγματικά να γίνω
κάποιος σημαντικός», ομολόγησε ο Vinnie όταν ρωτήθηκε τι θα ήθελε να έχει αλλάξει στη ζωή του. Είναι
ικανοποιημένος που πυγμαχεί «για τους ανθρώπους» γύρω του, επειδή ελπίζει ότι θα μπορέσει να τους δώσει
μια μοναδική ευτυχία. Όμως υποφέρει με την αγάπη του για το μποξ: «Δεν μπορώ να το αντέξωτο άθλημα, το
μισώ, αλλά είναι τόσο βαθιά μέσα μου που δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
Τέλος, η αγάπη του πυγμάχου για το επάγγελμά του είναι εμποτισμένη με εχθρότητα εξαιτίας της βαθιά
απωθημένης και ανυπόφορης συναίσθησης ότι αυτή η αγάπη δεν μπορεί και δεν θα γίνει αμοιβαία. Αφού για να
υπάρχουν οι λίγοι επίλεκτοι, θα πρέπει να εξαπατηθούν οι πολλοί από την Γλυκιά Επιστήμη. Και πράγματι,
είναι εύκολο να περάσεις το αόρατο όριο ανάμεσα στην αυτάρκεια και την αποστέρηση! Οι πυγμάχοι γνωρίζουν
εκ πείρας ότι το μποξ «όσο μπορεί να σε βλάψει, άλλο τόσο μπορεί να σε βοηθήσει», λέει με σθένος ο Vinnie,
ότι «μπορεί να σε κάνει τον καλύτερο στον κόσμο, μπορεί να σε κάνει και τον χειρότερο». Το μποξ μπορεί να
Σελίδα 8 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
ανεβάσει και να διαφυλάξει την ύπαρξή τους από τις απειλές της παραφροσύνης και της ασημαντότητας, αλλά
μπορεί επίσης να τους σπρώξει και να τους παγιδέψει περισσότερο στους κόσμους του περιθωρίου και της
αθλιότητας, από τους οποίους υπόσχεται να τους διασώσει. Βαθιά μέσα τους ενδημεί η υποψία ότι η πιθανότητα
να πέσεις από την κορυφή του βουνού της πυγμαχικής γενναιότητας, θέτει το ερώτημα για το αν αξίζει καν τον
κόπο να αγωνιστείς να το ανέβεις. Έτσι οι πλέον αφοσιωμένοι και υπάκουοι μποξέρ δεν μπορεί παρά να
κυνηγιούνται από την πιθανότητα ο γοητευτικός κόσμος στον οποίο συμμετέχουν να είναι ένας πραγματικός
μπελάς, και ότι οι δεσμοί της πυγμαχικής αγάπης είναι οι αλυσίδες που τους κρατούν σε μια φυλακή επιθυμίας
και πόνου του ίδιου τους του είναι: «Αν λυπάμαι για κάτι», ομολογεί ο Nate, «είναι που έβαλα για πρώτη φορά
τα γάντια του μποξ. Τώρα δεν μπορώ να σου πω μεγάλε (μεμψιμοιρώντας), λυπάμαι που έβαλα τα γάντια, αλλά
αν δεν τα έβαζα ποτέ, δεν θα είχα αυτήν την ανίκητη επιθυμία για μποξ: βλέπεις (χαμηλώνοντας την φωνή του)
είναι δύσκολο να την ξεφορτωθείς».
Στο τέλος, δεν υπάρχει έξοδος από το γεγονός ότι, είτε νικήσει είτε ηττηθεί, ο μποξέρ αφήνει κομμάτια από την
ψυχή και την σάρκα του στο ρινγκ. Κάθε αγώνας, κάθε γύρος, κάθε μπουνιά συμβάλλουν ποικιλοτρόπως στην
απεικόνιση ενός αγάλματος υποβλητικού ανδρισμού που επιχειρεί να το σφυρηλατήσει με πηλό από πόνο, αίμα
και ιδρώτα. Σ’ ένα πολύ βαθύ επίπεδο, το μποξ τρομοκρατεί ακόμα και τους πυγμάχους και τους προπονητές,
και παραβιάζει την αίσθηση της ανθρωπιάς τους, αν και μαθαίνουν να μην το αισθάνονται και να μην το
δείχνουν, ούτε στους εαυτούς τους, κάτι που αποτελεί ένα επιβεβλημένο προαπαιτούμενο της ταυτότητας
μέλους στην Ντυρκεμιανή «εκκλησία» της επαγγελματικής πυγμαχίας. Έτσι, το πάθος του μποξέρ
κατακερματίζεται μέσω της αναπόφευκτης αντινομίας γύρω από την οποία δομείται το πυγμαχικό σύμπαν, η
οποία δεν είναι παρά μια μετάλλαξη εκείνης της αντινομίας που συγκροτεί όλες τις εγκόσμιες προσπάθειες
επιβεβαίωσης του ανδρισμού,
[38]
δηλαδή η απαίτηση οι πυγμάχοι να διαβρώσουν, αν όχι να εξαφανίσουν,
οτιδήποτε διδάσκονται να αξιοδοτούν πάνω απ’ όλα, μέχρις σημείου αγιοποίησης: το βίαιο ανδρικό σώμα, όχι
μόνο το δικό τους αλλά και αυτό των ομοίων τους.
Να γιατί, παρά την στοργικότητα που τρέφουν για το επάγγελμά τους και τις μοναδικές χαρές και οφέλη που
τους δίνει –από την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό και την αναγνώριση, μέχρι την αυτοπειθαρχία, την
αυτοπεποίθηση και την ανοσία από τις συνέπειες της «ταχύτατης ζωής» των δρόμων– η μεγάλη πλειοψηφία
των πυγμάχων δεν επιθυμούν να δουν τα παιδιά τους να ακολουθούν τα βήματά τους. Πάνω από το ογδόντα
τοις εκατό των πυγμάχων του Σικάγο θα προτιμούσαν τα παιδιά τους να μην μπουν στο επάγγελμα,
συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού εκείνου που βλέπουν την πυγμαχία ως μια έξοδο από την φτώχεια. Επίσης
πολλοί είναι οι πυγμάχοι εκείνοι οι οποίοι κατέκτησαν την κορυφή και προσπαθούν να αποτρέψουν τα νεαρά
αδέλφια τους να ακολουθήσουν το ίδιο παράδειγμα. Ένας στους τέσσερις θα έκανε οτιδήποτε περνάει από το
χέρι του να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη.
Αν οι μποξέρ αποστρέφονται την ιδέα να εκτεθούν οι αγαπημένοι τους, η σαρξ εκ της σαρκός τους, στην ανηλεή
δοκιμασία του ρινγκ είναι επειδή γνωρίζουν πολύ καλά όλα όσα δεν μπορούν να προδώσουν, αφού κάτι τέτοιο
θα υπονόμευε τα θεμέλια της πίστης τους στην πυγμαχική illusio. Ίσως, μόνο οι θυσίες και η ελπίδα ότι οι
άλλοιθα αναγνωρίσουν και θα καρπωθούν τα οφέλη της συμμετοχής τους –«Τιμωρούμαι αρκετά για τον
καθένα», «το κάνω για να μην αναγκαστεί να το κάνει ο γιος μου»– μπορούν να στηρίξουν την πίστη ότι αξίζει
να εμπλακείς σ’ αυτό το επάγγελμα σωματικών δεξιοτήτων, το οποίο, σε ένα άλλο επίπεδο, είναι επίσηςένα
ανατριχιαστικό ταξίδι προς την αμοιβαία καταστροφή και αυτοκαταστροφή.
Η προσκόλληση του πυγμάχου στο επάγγελμά του είναι ένα ασύμμετρο και μοχθηρό πάθος, διεφθαρμένο από
την υποψία ότι είναι πάρα πολύ μεγάλο το τίμημα για την επιτυχία –υπερβολικό σε σχέση με όλους εκείνους που
απολαμβάνουν την πρόσβαση σε άλλες ατραπούς οντολογικής πραγμάτωσης και κοινωνικής αναγνώρισης. Οι
πυγμάχοι μπερδεμένα αντιλαμβάνονται κάπως, με την έκτη αίσθηση που έχουν αποκτήσει ρισκάροντας τα
σώματά τους στο ρινγκ, ότι είναι θύματα των επιθυμιών τους για ανδρικές ακρότητες. Μόνο αν
αποσυναρμολογήσουμε τη λογική της υλικής και ηθικής οικονομίας του μποξ θα μπορούμε να ξεδιαλύνουμε το
πώς η δύναμη και η υποταγή, ο καταναγκασμός και η βούληση (agency), η απόλαυση και ο πόνος συγχέονται
και αλληλοενθαρρύνονται με τέτοιο τρόπο που οι επαγγελματίες πυγμάχοι είναι οι λυτρωτές και βασανιστές του
Σελίδα 9 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
ίδιο τους του εαυτού.
ce
Αφιέρωση
Το άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του Vinnie «Nitro» Letrizia. Ήθελε να γίνει «παγκόσμιος πρωταθλητής» και να
εξασφαλιστεί οικονομικά ώστε «κανείς από την οικογένειά μου να μην χρειάζεται να πυγμαχήσει ή να υποστεί
τη σκληρή εργασία, και οτιδήποτε θελήσουν η οικογένεια και τα παιδιά μου, όταν μεγαλώσουν, να το έχουν».
Μια μηχανή και ένας γλιστερός δρόμος μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα αποφάσισαν να μην επιτρέψουν «να κάνει
όσα μπορούσε για να στηρίξει αυτό το όνειρο».
[1] Σ.τ.Μ. Το παρόν κείμενο αποτελεί ένα επιλεγμένο απόσπασμα από ένα ευρύτερο και πλούσιο σε εμπειρικό υλικό άρθρο του L. J. D. Waquant, μαθητή και συνεργάτη του Pierre Bourdieu, με τίτλο “The Pugilistic Point of View: How Boxers Think
and Feel About Their Trade”, Theory and Society, 24: 489-535, 1995. Πρόκειται για μια αφηγηματική ανασυγκρότηση εθνογραφικού χαρακτήρα, η οποία συνιστά το απόσταγμα μιας τριετούς παρατηρητικής συμμετοχής (observant participation), όπως ο
ίδιος λέει, σ’ ένα πυγμαχικό Club στο Σικάγο, που έλαβε χώρα στα πλαίσια της διατριβής του. Μολονότι το άρθρο είναι γεμάτο από αναφορές των ίδιων των πυγμάχων, στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται μια συνεκτική εννοιολογική ανασυγκρότηση
του συγγραφέα, όχι για άλλο λόγο αλλά επειδή ένα εξειδικευμένο, πενήντα σελίδων, άρθρο Κοινωνιολογίας του Σώματος, δύσκολα θα μπορούσε να μεταφερθεί αυτούσιο σ’ ένα περιοδικό ευρύτερων φιλοσοφικών, θεωρητικών και πολιτικών
αναζητήσεων. Η προσπάθεια του συγγραφέα να αποφύγει τον λογοκεντρικό φετιχισμό της αφηρημένης κοινωνιολογικής θεωρίας, αντί να καταλήγει σε μια μονοσήμαντη εθνομεθοδολογική «αναφορά των αναφορών», όπως θα έλεγε και ο Garfinkel,
απεικονίζει μια έξοχη σύνθεση ανάμεσα στο εννοιολογικό πλαίσιο του πυγμαχικού κόσμου και στις παραστάσεις που έχουν οι φορείς γι’ αυτόν τον κόσμο, μια σύνθεση κοινωνιολογικά επιβεβλημένη και δυνάμει πολιτικά αποτελεσματική.
[2] Λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να επιβιώσουν μόνο από τα λεφτά του μποξ, τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 150 και 500 δολάρια κατά μέσο όρο για τα πρώτα παιχνίδια τεσσάρων έως οκτώ γύρων, και μεταξύ 500 και 1000 δολάρια για τα «μεγάλα
γεγονότα». Ούτε και μπορούν να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στους μάνατζερ, όταν δεν μπορούν να συμφωνήσουν μαζί τους για ένα «εβδομαδιαίο μεροκάματο». Έτσι οι περισσότεροι παραμένουν μποξέρ πλήρους ή μερικής απασχόλησης (50
τοις εκατό και 12 τοις εκατό αντίστοιχα στο Illinois).
[3] Waquant, «Pugs at Work», Body and Society1/1(1995): 75-82.
[4] To ίδιο ισχύει για τους μονομάχους στην Αρχαία Ρώμη, οι οποίοι αποτελούσαν ένα επιδέξιο επάγγελμα, είτε ήταν δημόσια αναγνωρισμένο είτε όχι: «Η Μονομαχία δεν αναγόταν σε μια αποκρουστική ανθρωποσφαγή: ήταν μια τέχνη του ξίφους.
Πράγματι, ο στρατιωτικός θεωρητικός Vegece ήθελε να εξυμνεί τις δεξιότητες των μονομάχων στους στρατιώτες του για να τους δίνει δύναμη» Golvin & Landes, Amphitheatres et gladiateurs, Paris: Publications du CNRS, 1990: 168.
[5] Δες για παράδειγμα R. Linhart, L’ Etabli(Paris, Editions de Minuit, 1976) και C. Needleman, The Work of Craft(New York, Knopf, 1979).
[6] Waquant, «The social Logic of Boxing in Black Chicago», Sociology of Sport Journal, 9(3): 236-249 και «Desire, Bodily Work and Rationality: Practicing and theorizing the craft of boxing», άρθρο που παρουσιάστηκε στο Department of Sociology,
University of California-Los Angeles, Απρίλιος 1992.
[7] Η πραγματική κοινωνική φυλάκιση που απαιτεί το μποξ, απεικονίζεται θαυμάσια στο μυθιστόρημα του W. C. Heinz, The Professional(New York, Harbor House, [1958], 1984, εισαγωγή G. Plimpton).
Σελίδα 10 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
[8] R. Waldinger & T. Bailey, «The youth employment in the world city», Social Policy16/1,1985: 55-59. Επίσης, M. L. Sullivan, «Getting paid». Youth crime and work in the Inner City (Ithaca: Cornell University Press, 1989).
[9] Όπως γράφει και ο G. Early για τον Joe Louis και τον Sonny Liston: «Κατάλαβαν πολύ καλά ο ένας τον άλλο επειδή ήξεραν τη μοίρα που τους περίμενε αν δεν είχαν γίνει μποξέρ, τη μοίρα των ανθρώπων της εργατικής τάξης, λευκών και
μαύρων: μια ζωή εγκληματική ή καθημερινής χειρωνακτικής δουλειάς, τη ζωή της αστικής δουλοπαροικίας». (G. Early, «American Prizefighter», σε Tuxedo Junction: Essays on American Culture, New York, The Ecco Press, 1991).
[10] P. Willis, S. Jones, J. Canaan and G. Hurd, Common Culture: Symbolic Work at Play in the Every Day Culture of the Young, (Boulder: Westview Press, 1990: 48-52).
[11] C. E. Ashworth, «Sport as a Symbolic Dialogue», in E. Dunning (ed), The Sociology of Sport: A Selection of Readings (London, Frank Cass & Co, 1971: 40-46). N. Mailer, «King of the Hill»: On the Fight of the Century (New York: New American
Library, 1971: 87).
[12] T. Veblen, The Portable Veblen. Edited by D. Lerner (New York: Viking: 1948, 318). Ή, για να δανειστώ τα λόγια του Mike Tyson όταν σχολιάζει μια μοναδική νίκη εις βάρος του P. Thomas: «Τον χτύπησα με κακές προθέσεις…ήθελα να τον
χτυπήσω πίσω από το αυτί, σε επικίνδυνη περιοχή…Το ’δες αυτό το hook; Ουου, ήταν τέλειο! Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα».
[13] Για το «βιωμένο σώμα» (corps propre) ως «ένα σύστημα από δυνάμεις κινήτρων και αντίληψης», που συγκροτείται μέσω της αποκάλυψης και εκδίπλωσής του στον κόσμο, δες Merleau-Ponty, Phenomenologie de laperception, section III: 173-79. O
Wiley (Serenity: A Boxing Memoir, 158) δίνει μια σύντομη περιγραφή για αυτή την καθολική αφοσίωση που αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο: «Η πυγμαχία (λέει ο παγκόσμιος πρωταθλητής Thomas) είναι το μοναδικό, μόνιμο ενδιαφέρον του Hearn.
Αγόρασε ένα μεγάλο πιάνο Yang Chang και δεν έμαθε ούτε μια νότα. Παρήγγειλε την κατασκευή ενός περίκομψου μπαρ για το σπίτι του, αλλά δεν ήπιε ούτε ένα ποτό. Έφτιαξε μια φανταχτερή πισίνα, αλλά δεν έκανε ούτε μια βουτιά. Ήθελε να γίνει
επιχειρηματίας, ενώ η συζήτηση γι’ αυτό του ’φερνε βαρεμάρα. Είπε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά η εκφραστικότητά του δεν άλλαξε ποτέ. Πήρε δίπλωμα και οδήγησε μια χρυσή 500άρα Mercedes Benz. Δεν ήταν πότης. Το μόνο που προτιμούσε
ήταν να παίζει μποξ μαζί σου, παρά να μιλάει μαζί σου». Πολυάριθμα είναι τα παραδείγματα που θα μπορούσα να αντλήσω από το εθνογραφικό μου ημερολόγιο και από δημοσιευμένες βιογραφίες πρωταθλητών.
[14] Ένας 30χρονος μαύρος βαρέων βαρών δυνατός αλλά άτεχνος μποξέρ που έπαιξε με «τα μεγαλύτερα ονόματα» της κατηγορίας του στα τέσσερα χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας, συνοψίζει το θέμα ως εξής: «Γιατί ανεβαίνω στο
ρινγκ; Επειδή είμαι προπονημένοςγια ν’ ανεβαίνω και έχω την καρδιάγια να το κάνω, είναι μέρος της ζωής μουκαι πρέπει ν’ ανέβω στο ρινγκ, είναι κάτι που μ’ αρέσει, κάτι που απολαμβάνω». Απ’ αυτή την οπτική, το μποξ μπορεί να θεωρηθεί μία
«κατασκευή ταυτότητας» (identity work) που πραγματοποιείται όχι μέσα από την ομιλία, όπως στην ανάλυση των Snow & Anderson για τις τεχνικές της λύτρωσης του εαυτού στους άστεγους, αλλά μέσα από την σωματική εργασία και επιτέλεση. (A.
Snow & L. Anderson, «Identity work among the homeless: The verbal construction and avowal», American Journal of Sociology, 92/6, 1987: 1336-1371.
[15] Όπως συνέβη στο σώμα της πιο διάσημης και αγαπημένης φιγούρας του μποξ, του Muhammad Ali, για τον οποίο ο προπονητής A. Dundee παρατηρεί: «Ο Muhammad ποτέ δεν ήταν ευτυχισμένος έξω από το ρινγκ. Αγαπούσε το μποξ. Το
γυμναστήριο και τον ανταγωνισμό. Ήταν στο αίμα του και, νικούσε η έχανε, στο τέλος του άρεσε πολύ». (T. Hauser, Muhammad Ali: His life and times, New York, 1991: 399).
[16] Ή, για να παραθέσω μια άλλη εκδοχή στο ίδιο ζήτημα: «Η πυγμαχία είναι σαν μία σύζυγο. Μπορεί να σου φέρεται καλά, όταν και εσύ της φέρεσαι καλά. Αν όχι, τότε, αυτό θα το καταλάβει, επειδή είναι
μαζί σου όλη την ώρα». (Ο πρώην πρωταθλητής B. Chanon, στο Wiley, Serenity: A Boxing Memoir, 135).
[17] C. Kale, Urban Blues(Chicago: The University of Chicago Press, 1966). R. Allen, Singing in the spirit: African-American sacred quartets in New York City(Philadelphia, University of Pennsylvania Press, 1991). G. L. Davies, I Got the Word in Me and I
Can Sing it, You Know: A Study of the Performed African-AmericanSermon (Philadelphia, University of Pennsylvania Press, 1985).
Σελίδα 11 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
[18] Ο Freud επιχειρηματολογεί στο Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας (Civilization and its Discontents, New York: W.W. Norton [1930], 1962: 13) ότι ο έρωτας είναι εξ’ ολοκλήρου μία εμπειρία εμπλοκής (blending) που περιέχει μια ψευδαίσθηση
ένωσης τέτοια που «απειλεί να εξαφανίσει το όριο ανάμεσα στο εγώ και στο αντικείμενο».
[19] Είναι αυτή η παθιασμένη αγάπη, και όχι τόσο οι ψυχροί υπολογισμοί οικονομικού κέρδους, που ωθεί τους πυγμάχους να θέλουν να επιστρέψουν στο ρινγκ μετά από ένα απειλητικό για τη ζωή τους τραυματισμό. Ο Vinnie Pazienza
εντυπωσίασε τον κόσμο του μποξ –μαζί και τους νευροχειρούργους του– όταν επέστρεψε λίγους μήνες αφότου υπέφερε από καθολική ρήξη σπονδύλων στο λαιμό μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Την επόμενη μέρα μετά από ένα σχεδόν
θανατηφόρο χτύπημα στο κεφάλι, που προκάλεσε εγκεφαλικό αιμάτωμα και τον βύθισε σε κώμα, αφήνοντάς τον σχεδόν παράλυτο, ο «Kid» Akeem Anifowosag ανήγγειλε από το κρεβάτι του νοσοκομείου ότι θα διεκδικούσε ξανά τον παγκόσμιο τίτλο:
«Θέλω να επιστρέψω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Πιστέψτε με θα κάνω τα πάντα για να ξανανέβω στο ρινγκ. Σιγά-σιγά. Το όνειρο δεν τέλειωσε» (σε Berger, PunchLines, 39, 19-23).
[20] E. Goffman, «Where the action is», σε Interaction Ritual (N.Y., 1967: 149-270). Ο Καναδός κοινωνιολόγος βάζει το μποξ ανάμεσα στα «επαγγελματικά αθλήματα θεάματος, των οποίων οι performers διακινδυνεύουν το χρήμα, τη φήμη και
τη σωματική τους ασφάλεια», κάτι που θεωρεί ως παραδειγματικό της «δράσης».
[21] Ό.π.: 167.
[22] Για αντίστοιχες αναφορές όμοιων αναζητήσεων σε άλλα υπαρξιακά βασίλεια, διαβάστε την ανάλυση του J. Katz με τίτλο «Ways of badass», (στο Seductions of Crime: 80-113) και την αναφορά του Fussell για την εμπλοκή του στη λατρεία των
μυώνων (S.W. Fussell, Muscle: Confessions of an Unlikely bodybuilder,N.Y. Press: 1992). Για περαιτέρω σύγκριση, δες P. Adler & P. Adler για τη συλλογική παραγωγή του «ένδοξου εαυτού» στους μπασκετμπολίστες κολεγίων (Blackboards and
Backboards: College Athletics and Role Engulfment, N.Y.: Columbia Univ. Press, 1991: 155-73).
[23] Α. Synnot, The Body Social: Symbolism, Self and Society(Routledge, 1993: 149-154)
[24] Ο Nate, ένας άνεργος μαύρος μεσαίων βαρών που ήταν επαγγελματίας για 5 χρόνια, αναφέρει αυτή την αίσθηση του επιτεύγματος ως εξής: «Είναι σα ν’ ανεβαίνεις ένα βουνό, μεγάλε: όταν φτάνεις στην κορυφή είσαι ευτυχισμένος, έτσι είναι
και όταν κερδίζεις έναν αγώνα, η αποστολή σου έχει τελειώσει. Έχω προπονηθεί γι’ αυτό, έχω φτιάξει ένα πλάνο και το φέρνω εις πέρας».
[25] E. Goffman, «Where the Action is», ό.π.: 238.
[26] Ο E. Durkheim τοποθετεί το «πνεύμα της πειθαρχίας» ως ένα από τα τρία θεμελιακά συστατικά της ηθικής, μαζί με τον αλτρουισμό (ή την προσκόλληση στην ομάδα) και την αυτονομία της βούλησης: E. Durkheim, L’ Education Morale(Paris:
Presses Universitaires de France, [1902-03], 1963).
[27] Η ξιφασκία και το τένις είναι ένας πρόσωπο-με-πρόσωπο ανταγωνισμός ο οποίος όμως λαμβάνει χώρα σε μία απόσταση, ενώ μεσολαβούν ειδικοί εξοπλισμοί (ρακέτες, μπάλες, δίχτυ). Ακόμα και στο κατς, η σωματική επαφή είναι ευφημισμένη
μέσα από τη χρήση στολών και η αντιπαράθεση «θηληκοποιείται» μέσα από το άμεσο αγκάλιασμα και τις πιο μαλακές χειρονομίες. Το μποξ ξεχωρίζει για τη γυμνότητα και την μετωπική σωματική σύγκρουση που απαιτεί.
[28] C. Barton, The Sorrow of the Ancient Romans: Gladiators and the Monster(Princeton: 1993: 31).
Σελίδα 12 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
[29] Το δυσεπίλυτο δίλημμα της επαγγελματικής επιστροφής από μια δουλειά που σταδιακά υπονομεύει τα προσόντα που απαιτεί, απεικονίζεται θαυμάσια στην ταινία Requiem for a Heavyweightτου Ralph Nelson στο οποίο ο αποσυρμένος
επιβήτορας των ρινγκ «Mountain» Rivera (με πρωταγωνιστή τον Anthony Quinne) κάνει μια βάρβαρη επιδρομή σ’ ένα γραφείο εργασίας μόνο και μόνο για να συγκριθεί με έναν ακρωτηριασμένο βετεράνο του πολέμου.
[30] Για μια συζήτηση πάνω στις πραγματικότητες του ρίσκου, του τραυματισμού και της σωματικής φθοράς και για το πώς οι πυγμάχοι τις χειρίζονται, δες Waquant, «A Sacred Weapon». Μια ενδιαφέρουσα σύνοψη για τους οικονομικούς,
σωματικούς και ηθικούς κινδύνους αποτελεί το Sammons, Beyond The Ring, 236-251.
[31] Για να επικαλεστώ την κατάλληλη έκφραση του ανθρωπολόγου Roberto Da Matta («Η ερμηνεία του καρναβαλιού», Substance, 37-38, 1983: 162-170), στην ανάλυσή του για τη θέση του καρναβαλιού στην Βραζιλιάνικη κουλτούρα και κοινωνία.
[32] Early, American Prizefighter, ό.π. 161.
[33] Pierre Bourdieu, «L’interet du Sociologue», Economies et Societe18 (October, 1984: 12-29).
[34] Τουλάχιστον στο τέλος της καριέρας του, η εμπλοκή του σώματος του μποξέρ στην πυγμαχία παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά του «χαρίσματος» σύμφωνα με τον Mauss: Είναι «ηθελημένη, φαινομενικά ελεύθερη και άδολη, όμως
αναγκαστική και ιδιοτελής» (Marcel Mauss, «Essai sur le don» στο Sociologie et Anthropologie, Paris [1923], 1950:147).
[35] Όσο και αν πιέζονται να πιστέψουν ότι το ρινγκ είναι ο κατεξοχήν τόπος της αξιοκρατίας, οι πυγμάχοι δεν μπορούν να αγνοήσουν ότι το πολύπλοκο σύστημα του πατροναρίσματος και του σπονσοραρίσματος που το περιβάλλει, σε μεγάλο
βαθμό προκαθορίζει τι θα συμβεί εντός του. Έτσι, οι «προστατευμένοι» μποξέρ (εκείνοι οι οποίοι, βασισμένοι στη φήμη που απέκτησαν στους ερασιτέχνες, έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν κατώτερους αντιπάλους για να «φτιάξουν» τα ρεκόρ τους)
και εκείνοι οι οποίοι πρέπει να παλέψουν με όποιον τους τύχει, μπαίνουν σε ένα σύστημα ανταγωνισμού που τους παρέχει εντελώς άνισες πιθανότητες επιτυχίας. Και οι μέτριοι λευκοί πυγμάχοι, εξαιτίας της εξορίας τους από το είδος τους, αναζητούν
να βγάλουν περισσότερα χρήματα απ’ ότι οι πιο ικανοί και πιο δημοφιλείς Λατίνοι και μαύροι μποξέρ.
[36] Βλ. το δοκίμιο του Baldwin, «The Fight: Patterson vs. Liston», από το οποίο πάρθηκαν αυτές οι λέξεις και που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Nugget τον Φεβρουάριο του 1963 και ανατυπώθηκε στο G. Early, Tuxedo Junction, 325-334.
[37] Οι μποξέρ επίσης, μπαίνουν στο ρινγκ εξαιτίας της υπάρχουσας δομής έμφυλων σχέσεων, η οποία απαιτεί οι «πραγματικοί» άνδρες να δείξουν «κουράγιο, αποφασιστικότητα, συγκεκριμένες μορφές επιθετικότητας, αυτονομία, αυτοέλεγχο»,
καθώς επίσης και «αξιοσημείωτη σκληράδα στο νου και το σώμα» (T.Carringan, B.Connel, J.Lee, «Toward a New Sociology of Masculinity», Theory and Society 14/5, 1985: 603). Αλλά, σε αντίθεση με το ταξικό του αντίβαρο, το έμφυλο στοιχείο της
πυγμαχικής δόξας παραμένει αδιαμφισβήτητο.
[38] «Ο ανδρισμός δομείται μέσα από μια αντίφαση: όσο περισσότερο επιβεβαιώνεται, τόσο περισσότερο αμφισβητεί τον εαυτό του» (L. Segal, «Changing Men: Masculinities in context», Theory and Society22/5, 1993: 635).
Οι πυγμάχοι δεν αντιλαμβάνονται το μποξ ως μια δίοδο για επιθετικότητα και μια άσκηση βίας, αλλά,
αντίθετα, ως ένα επάγγελμα που απαιτεί πολλές σωματικές δεξιότητες, ένα επάγγελμα ανταγωνιστικής
επιτέλεσης που απαιτεί εξεζητημένη τεχνοτροπία και μια μόνιμη ηθική δέσμευση που θα τους διευκολύνει όχι
μόνο να βελτιώσουν τις υλικές τους απολαβές, αλλά κυρίως να κατασκευάσουν ένα δημόσια αναγνωρισμένο,
ηρωικό εαυτό. Το μποξ είναι το πρόσχημα για ένα σχέδιο οντολογικής υπέρβασηςμέσα από το οποίο εκείνοι
που το υιοθετούν αποσκοπούν κυριολεκτικά να αυτοπροσδιοριστούν ως μια νέα ύπαρξη, προκειμένου να
ξεφύγουν από τους κοινούς καθορισμούς που τους καταπιέζουν και την κοινωνική ανυποληψία στην οποία
τους καταδικάζουν αυτοί οι καθορισμοί.
[…] Αυτό είναι το θεμελιακό παράδοξο της επαγγελματικής πυγμαχίας: για τους απ’ έξω θεωρείται η
προτελευταία μορφή αποστέρησης και εξάρτησης, μια φαύλη και υποβαθμιστική υποταγή στους εξωτερικούς
καταναγκασμούς και την υλική αναγκαιότητα. Για τους πυγμάχους αντιπροσωπεύει το δυνητικό μέσο για να
σφυρηλατήσουν ένα χώρο αυτονομίας από τις καταπιεστικές συνθήκες και για να εκφράσουν την ικανότητά
τους να καθορίζουν την μοίρα τους και να την ξαναφτιάξουν σύμφωνα με τις βαθύτερες επιθυμίες τους. Δεν
υπάρχει εδώ επαρκής χώρος για να ασχοληθούμε με τη φύση και τα κοινωνικά θεμέλια αυτού του παράδοξου.
Αρκεί να σημειώσουμε ότι, ενώ καταγγέλλουν συνολικά την κατάχρηση και την εκμετάλλευση στην οποία
εκτίθενται, οι πυγμάχοι σχεδόν πάντα, αρνούνται ότι μπορεί κάποιος να αναγκαστεί να οδηγηθεί στο ρινγκ και
σθεναρά ισχυρίζονται, ότι (εν μέρει τουλάχιστον) οι ίδιοι ευθύνονται για τη μοίρα τους σ’ αυτό.
Το ρινγκ παρέχει στους μποξέρ μια σπάνια ευκαιρία –τη μοναδική που θα μπορούσαν να απολαύσουν πολλοί
απ’ αυτούς– να φτιάξουν ως ένα βαθμό το πεπρωμένο τους και να έχουν πρόσβαση σε μια κοινωνικά
αναγνωρισμένη μορφή ύπαρξης. Να γιατί, παρά τον πόνο και τη βάναυση εκμετάλλευση που περιέχει, την
οποία η οι πυγμάχοι λαμβάνουν υπόψη τους, το μποξ δίνει στις ζωές τους μια αίσθηση αξίας, έξαψης και
επίτευξης στόχων.
[…] Η επαγγελματική πυγμαχία είναι, κυρίως και πάνω απ’ όλα, προφανώς μια δουλειά της εργατικής τάξης,
δηλαδή, ένας τρόπος να βγάλει κάποιος χρήματα ή, για να είμαι πιο ακριβής, να αυξήσει άλλες πηγές
εισοδήματος
[2]
, ανταλλάσσοντας το μόνο χειροπιαστό πλεονέκτημα που κατέχουν αυτοί οι χωρίς
κληρονομημένο πλούτο και εκπαιδευτικά διαπιστευτήρια: το σώμα τους και τις ικανότητες του.
Ότι το μποξ είναι μια ασχολία της εργατικής τάξης φαίνεται όχι μόνο στην σωματική φύση της δραστηριότητας
αλλά και στην κοινωνική στράτευση των παικτών της και τη συνεχή εξάρτηση από ανειδίκευτες ή χαμηλόμισθες
δουλειές για να στηρίξουν την καριέρα τους στο ρινγκ. Υποδεικνύεται επίσης από το γεγονός, ότι οι πυγμάχοι
θεωρούν την προπόνηση όχι ως απλό χόμπι και διασκέδαση αλλά πρωτίστως ως δουλειά.
Όμως το επαγγελματικό μποξ διαφέρει και θεωρείται προτιμητέο από τη χαμηλόμισθη εργασία, από πολλές
απόψεις. Πρώτον, σε αντίθεση με τη δουλειά εργοστασίου για παράδειγμα, η πυγμαχία είναι μια μορφή
σωματικής εργασίας που οι πυγμάχοι επιδιώκουν και εκτιμούν επειδή τους παρέχει ένα υψηλό βαθμό ελέγχου
πάνω στην εργασιακή διαδικασία και μια μοναδική ανεξαρτησία από την άμεση επίβλεψη. Πράγματι, η
επαγγελματική ηθική της «θυσίας» απαιτεί να υποτάσσονται σ’ ένα αυστηρό καθεστώς προπόνησης και στην
σκληρή εξουσία του προπονητή τους.
[3]
Και αν είναι καλοί και πρέπει να προχωρήσουν, θα πρέπει να
βρεθούν υπό την καθοδήγηση ενός μάνατζερ. Αλλά αυτό το πλαίσιο πειθάρχησης, είναι ένα πλαίσιο στο οποίο
συναινούν χάρη στο γεγονός ότι μπαίνουν στο επάγγελμα& και το οποίο θεωρούν ευνοϊκό γι’ αυτούς.
Επιπλέον, τους αφήνει ένα βαθμό αυτονομίας στον σχεδιασμό και την εκτέλεση της καθημερινής ρουτίνας, η
οποία αποτελεί το επαγγελματικό τους καθήκον. Οι πυγμάχοι υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να προπονούνται
Σελίδα 1 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
και να αγωνίζονται παρά τη βούλησή τους: πρέπει να επιθυμούν να είναι στο ρινγκ. Ούτε έχουν συμφέρον στο
«σκαπουλάρισμα», δεδομένου ότι αυτοί είναι που θα υποστούν τις συνέπειες της έλλειψης αφιέρωσης και
έντασης στο ρινγκ. Οι πυγμάχοι δίνουν μεγάλη αξία στο να είναι «αφεντικά του εαυτού τους» και παίρνουν την
ευθύνη για το αποτέλεσμα των επαγγελματικών τους προσπαθειών. Δεύτερον, αν και μπορεί να μην φαίνεται
στον αμύητο θεατή, το μποξ είναι μια δραστηριότητα απαιτητική σε δεξιότητες (skillful) ενώ ταυτόχρονα
προϋποθέτει τον έλεγχο ενός πολύπλοκου και πολυεπίπεδου φάσματος γνώσης.
[4]
Μια πολύ γνωστή παροιμία
των γυμναστηρίων λέει ότι το μποξ είναι «εβδομήντα πέντε τοις εκατό σωματικό και εβδομήντα πέντε τοις
εκατό διανοητικό» που σημαίνει ότι η πυγμαχία απαιτεί όχι μόνο σωματική δύναμη και τεχνική ικανότητα
αλλά, επίσης, ηθική ακεραιτότητα και στρατηγική ευφυΐα. Επειδή ένας γύρος του μποξ κατ’ ουσία είναι μια
στρατηγική και αλληλοδρασιακή αντιπαράθεση, δεν αρκεί μόνο ο έλεγχος των βασικών χτυπημάτων (κροσέ,
ντιρέκτ, άπερκατ, χουκ) και των κινήσεων (παραπλάνηση και απόκρουση, πίβοτ, μπλοκ, και λοιπά) και το να
μάθεις να έχεις το πάνω χέρι στο ρινγκ. Ένας πυγμάχος πρέπει επίσης να αναπτύξει την ικανότητα να
συνδυάζει και να εντάσσει όλα αυτά τα στοιχεία εκ νέου κατά τη διάρκεια κάθε γύρου, προκειμένου να λύνει τα
πρακτικά αινίγματα που τίθενται από το ρεπερτόριο των σωματικών, τεχνικών και στρατηγικών χειρισμών του
αντιπάλου […]
[…] Όπως η δραστηριότητα του ηλεκτρολόγου, του οξυγονοκολλητή ή του κεραμοποιού
[5]
, η πυγμαχία
απαιτεί μια πλαισιωμένη, καταστασιακά κατάλληλη, ενσωματωμένη ικανότητα που δεν μπορεί να αποσπαστεί
από το φυσικό της πλαίσιο και να κατανοηθεί πέρα από τις συγκεκριμένες συνθήκες ενεργοποίησής της. Είναι
μια τεχνική της κίνησης, η οποία αποτελείται από εκπαιδευμένες σωματικές, γνωστικές, συναισθηματικές και
παρορμητικές διαθέσεις που δεν μπορούν να κληρονομηθούν ή να μαθευτούν μέσα από τη θεωρία, αλλά
αντίθετα πρέπει πρακτικά να καλλιεργηθούν στον πυγμάχο μέσα από την άμεση ενσωμάτωση.
[6]
Αυτό
σημαίνει ότι χρειάζονται χρόνια εντατικής και επίμονης προπόνησης, καθώς επίσης και μεγάλη εμπειρία πάνω
στο ρινγκ για να πει κάποιος ότι είναι έτοιμος να αγωνιστεί. Οι περισσότεροι προπονητές εκτιμούν ότι
απαιτείται ένα μίνιμουμ τρία με τέσσερα χρόνια για την παραγωγή ενός επαρκούς ερασιτέχνη πυγμάχου και
άλλα τρία χρόνια για να είναι ικανός επαγγελματίας. «Δεν υπάρχει στο μποξ ένα σημείο από το οποίο και μετά
να πεις ότι είσαι έτοιμος» και «το να μάθεις να πυγμαχείς δεν είναι μια εύκολη πορεία», παρατηρεί ο παλιός μου
προπονητής. «Ναι, μπορεί να έρχονται στο γυμναστήριο εκατοντάδες άτομα, κάνα δυοαπό δαύτους θα γίνουν
πυγμάχοι». Κάτι που με τη σειρά του μας εξηγεί την υψηλή διακριτική αξία του πυγμαχικού επαγγέλματος: ο
καθένας μπορεί να πιάσει μια δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο ή να διακινεί ναρκωτικά στους δρόμους. Δεν έχει ο
καθένας το σθένος να μπει στο ρινγκ και πολύ περισσότερο τα «κότσια» να αποσυρθεί σ’ ένα γυμναστήριο για
χρόνια και να αντέξει την επίπονη πειθαρχία του νου και του σώματος που αυτή απαιτεί.
[7]
Η γνήσια
δέσμευση και αγάπη για το παιχνίδι είναι απαραίτητα για να διατηρηθεί ένας πυγμάχος στο χρόνο. Ως προς
αυτό, και με όρους αυτονομίας και δεξιότητας, οι μποξέρ μοιάζουν με τους τεχνίτες περισσότερο απ’ ό,τι οι
κλασικοί προλετάριοι της Μαρξικής θεωρίας: είναι μικροί επιχειρηματίες σε μια επικίνδυνη σωματική επιτέλεση
(performance).
Τρίτον, σε αντίθεση με τις περισσότερες χαμηλόμισθες, χωρίς μέλλον, και ανειδίκευτες δουλειές της νέας
αστικής οικονομίας,
[8]
στις οποίες προορίζονται μαζικά οι νέοι του κέντρου των πόλεων, το μποξ προσφέρει
την ελπίδα– έστω και ωςψευδαίσθηση– μιας καριέρας, δηλαδή την πιθανότητα της ανέλιξης μέσα σε μια σειρά
ιεραρχικά ταξιθετημένων θέσεων, σε μια ανοδική κλίμακα στάτους, πρεστίζ και εισοδήματος. Ακόμα
καλύτερα: για τους λίγους, εκείνους που κάπως καταφέρνουν να συγκεντρώσουν το «νικηφόρο» σύνολο από
καρδιά, ταλέντο και «τους σωστούς ανθρώπους πίσω τους», υπάρχει η υπόσχεση να γίνουν πλούσιοι και να
ξεφύγουν μια για πάντα «από τη ζωή της αστικής δουλοπαροικίας».
[9]
Το λιγότερο που προσφέρει το μποξ,
και σε αντίθεση με την καθορισμένη μισθωτή εργασία, στην οποία ο μόχθος και η ανταμοιβή έχουν τεράστια
απόσταση, είναι ότι αυτή η επίμονη προσπάθεια θα ανταμειφθεί: «Μαθαίνεις μια δεξιότητα, κάτι που σου
αρέσει να κάνεις ... είναι σα να είσαι πραγματικά σε μια δουλειά, οκτώ ώρες την ημέρα στο γυμναστήριο – και
έχεις ανταπόδοση, ανταπόδοση μακροπρόθεσμα», βεβαιώνει ο Matt, ένας μαύρος από τη Νότια Όχθη που
διεκδίκησε δυο φορές τον παγκόσμιο τίτλο.
[…] Όπως πολλά από τα παραπάνω αποσπάσματα θα έχουν ξεκάθαρα δείξει, η αντίληψη του πυγμάχου για το
Σελίδα 2 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
επάγγελμά του δεν είναι άμοιρη αισθητικής. Όχι με την «αφ’ υψηλού» έννοια ενός αποστασιοποιημένου
ενδιαφέροντος για την εκφραστικότητα, τη συνοχή των μορφών, και την εξύμνηση της τελικότητάς τους. Ούτε
ως μια «θεμελιωμένη αισθητική», συνυφασμένη με τη δομή προσωποποιημένων πράξεων πολιτιστικής
κατανάλωσης.
[10]
Η ειδική αίσθηση της ομορφιάς του πυγμάχου έγκειται σε μια κριτική και βαθιά κατανόηση
του άμεσου στρατηγικού ελέγχου ενός μπερδεμένου συνόλου από τεχνικές, περιορισμούς και απρόοπτα που
απαιτούν ψυχραιμία, σβελτάδα, σιγουριά απόφασης και μοναδική ακρίβεια, καθώς επίσης και διεισδυτική
παρέμβαση για την επίτευξη του σκοπού. Ο Ed, ένας μαύρος 36 ετών βαρέων βαρών, που δουλεύει ως
διορθωτής γραφείου και σε ένα συμβουλευτικό σταθμό και ο οποίος ήρθε να πυγμαχήσει μετά από μια σύντομη
καριέρα στο Αμερικάνικο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, το λέει με τα εξής λόγια:
Να μπορείς να στέκεσαι απέναντι σ’ έναν άνθρωπο, σ’ ένα ογκώδητύπο, που σε χτυπάει και κάνει ό,τι μπορεί
για να σε βλάψει, κι όμως δεν μπορεί ούτε να σ’ αγγίξει και συ δεν είσαι ούτε μισό μέτρο μακριά του: αυτό,
αυτό, είναι τέχνη να μπορείς να το κάνεις αυτό….Να μπορείς να έχεις το ρυθμό σου,το δικό σου ατομικό στυλ,
να το δείχνεις και να το παρουσιάζεις στο κοινό, να έχεις μια τέχνη, που να την εκτιμούν, ξέρεις. Είναι πολύ
προνομιούχο.
Αυτό που καθιστά το μποξ τέχνη για τους επαγγελματίες πυγμάχους, για το οποίο διαφωνούν ακαδημαϊκοί και
αθλητικοί δημοσιογράφοι, δεν είναι ότι αποτελεί ένα «συμβολικό διάλογο» (όπως λέει ο C. A. Ashworth) και,
πολύ λιγότερο, μια «συζήτηση» που θα είχαν οι πυγμάχοι χάρη στις «σωματικές τους ικανότητες» (για να
επικαλεστώ το επαναλαμβανόμενο ιδιόλεκτο του Norman Mailer).
[11]
Είναι «οι τεχνικές που πρέπει να
κατέχεις, η προπόνηση που πρέπει να υποστείς», και η μοναδική όσμωση σώματος και νου, ενστίκτου και
στρατηγικής, συναισθήματος και λογικής που πρέπει να φανούν στην πράξη (inactu), στις ορατές πράξειςτης
σύγκρουσης. Η πυγμαχική ομορφιά έγκειται στις πρακτικότητες του ίδιου του αγώνα, όχι σ’ αυτό που
σηματοδοτεί, κάτι που φαίνεται από το παρακάτω σχόλιο του Jeff: «Το να μπορείς να δώσεις μια μπουνιά έτσι
όπως την έχεις απεικονίσει στο κεφάλι σου, πώς θα το κάνεις, ξέρεις: Αυτό είναι τέχνη. Η σωστή χρονική
στιγμή, η σωστήταχύτητα, τα πάντα. Είναι ένα διαβολεμένο συναίσθημα που βιώνεις, μετά από πολύ προπόνηση
να χτυπάς κάποιον με μια τόσο τέλεια μπουνιά». Αν η πυγμαχία είναι καλλιτεχνική, τότε, δεν έχει να κάνει τόσο
με την αισθητική του Καντ, ως μια έκφραση μίας καθαρής διάθεσης που έχει στόχο να «διαφοροποιήσει» και να
«εκτιμήσει» την ομορφιά που εγγράφεται στην εσώτερη ευαισθησία κάποιου, όσο με την εκδήλωση αυτού που ο
Veblen αποκαλούσε «ένστικτο του τεχνίτη»: μια ιδιοτελής, εγκόσμια εκτίμηση της «αποτελεσματικής χρήσης
των διαθέσιμων μέσων και της επαρκούς μεταχείρισης των διαθέσιμων πόρων για τους σκοπούς της ζωής».
[12]
[…]
«Μια τρυφερή αγάπη»,
ή οι αισθησιακές απολαβές της επαγγελματικής πυγμαχίας
Οι μποξέρ είναι δεμένοι με το επάγγελμά τους μέσω μιας βαθιάς, πολύπλοκης, αισθησιακής σχέσης
τρυφερότητας και έμμονης αφιέρωσης, ενός οργανικού συνδέσμου (sympatheia) που μοιάζει με την αφοσίωση
που εγγράφεται σ’ όλη τους την ύπαρξη – ή, ακόμα καλύτερα, μια μορφή κτητικότηταςπου γεννιέται μέσω της
ανασυγκρότησης του «βιωμένου τους σώματος» για να ταιριάξει με τα ειδικά χρονικά, φυσιολογικά, γνωστικά
και συναισθηματικά προαπαιτούμενα του αθλήματος.
[13]
Η πυγμαχία δεν είναι απλώς κάτι που κάνουν, μια
εργαλειακή πρακτική, μια ψυχαγωγία και μια όψη της δουλειάς τους ξεχωριστή από το προσωπείο τους. Επειδή
απαιτεί και επηρεάζει μια πολύ βαθιά αναδόμηση του εαυτού τους και είναι μια ολοκληρωτική αποικιοποίηση
του βιόκοσμού τους, το μποξ αποτελεί αυτό που οι ίδιοι είναι: προσδιορίζει ταυτόχρονα τη μύχια ταυτότητά
τους, τις πρακτικές τους προσκολλήσεις και πράξεις, και την πρόσβαση και θέση τους στο δημόσιο χώρο.
[14]
Ο
λόγος για τον οποίο οι μποξέρ φαίνεται να μην μπορούν να αποσυρθούν μια κι έξω από το άθλημα, λέει ο
Vinnie, ένας λευκός «ταλαντούχος» ο οποίος έχει ένα συνεχές 11 νικών από τα δωδέκατά του γενέθλια και που
στηρίζεται από ένα μάνατζερ, είναι «διότι αποτελεί κομμάτι της ψυχήςτους, έχει γίνει μέρος της καρδιάςτους
Σελίδα 3 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
μπορείς να πεις, μπορεί να θέλουν να τα παρατήσουν, μπορεί να μην θέλουν να πάνε στο γυμναστήριο (με
πάθος), αλλά πάνταθα’ ναι ένα κομμάτι τους: μεγάλε, είναι πυγμάχοι».
[…]Το να δίνουμε έμφαση στην υλική ανασφάλεια και στο απορρέον σχέδιο οικονομικής καλυτέρευσης,
δύσκολα μπορεί να ερμηνεύσει τη ζέση και το βάθος της εμπλοκής που δένει τους πυγμάχους με το επάγγελμά
τους. Απόδειξη είναι ότι λίγοι απ’ αυτούς θα άφηναν το επάγγελμά τους για μια ασφαλή δουλειά στην
οικονομία της μισθωτής εργασίας, έστω και αν αυτή προσέφερε πολλά στους ίδιους και την οικογένειά τους.
Επίσης, πολλοί μποξέρ θυσιάζουν πολλές επαγγελματικές ευκαιρίες και προτάσεις για χάρη των πυγμαχικών
τους φιλοδοξιών, αφήνοντας δουλειές είτε επειδή είναι σωματικά απαιτητικές και θα δαπανούσαν πολύ από την
ενέργειά τους, είτε λόγω της αντίθεσης ανάμεσα στην εργασία τους και το προπονητικό τους πρόγράμμα […]
[…] Οι πυγμάχοι, συχνά στο λόγο τους, χρησιμοποιούν μεταφορές, για να εκφράσουν το μύχιο ξεμυάλισμαπου
έχουν για το επάγγελμά τους και τον ηθικό καταναγκασμό που αισθάνονται να δίνουν σ’ αυτό όλα όσα έχουν,
επικαλούμενοι βιολογικούς όρους για ουσίες που προκαλούν εξάρτηση. «Δεν θέλω να πω ότι είναι ασθένεια»,
σκέφτεται σοβαρά ο Jesse, ένας 29χρονος Λατίνος αστυνομικός που μπήκε στο γυμναστήριο στα 14 και
πυγμαχεί από τότε αδιαλείπτως. «Δεν νομίζω ότι είναι ασθένεια. Είναι μια τρυφερή αγάπηπου τρέφω για το
μποξ». Η πυγμαχία, διευκρινίζουν, «είναι κάτι που τρέχει στο αίμα σου», κάτι που «δεν μπορείς να το βγάλεις
από μέσα σου», από τη στιγμή που πήρες μια γεύση απ’ αυτό, έστω και αν απειλεί να σε καταστρέψει
ολοκληρωτικά.
[15]
Οι μποξέρ, επίσης, δανείζονται εκφράσεις από το λεξιλόγιο του ρομάντζου, για να
εκφράσουν τη βαθύτητα και την ευλάβεια που τρέφουν για τη «Γλυκιά Επιστήμη», μιλώντας για την τελευταία
όπως θα μιλούσε κάποιος για μια δύσκολη αλλά έντονη και προκλητική αγάπη ή, ακόμα καλύτερα, για μια
αισθησιακή και εκρηκτική ερωμένη, πολύ ζηλιάρα, αλλά για της οποίας τον μαγνητισμό δεν μπορεί να
αδιαφορήσουν ή να την εγκαταλείψουν. «Αφιερώνεις πολύ από τον χρόνο σου, ξέρεις, αίμα και ιδρώτα για
πολλά χρόνια – ξέρεις, πώς μπορείς να το παρατήσεις;», ρωτάει ρητορικά ένας 26χρονος λευκός μεσαίων βαρών
που μπαίνει στην τρίτη του χρονιά ως επαγγελματίας. «Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που απλώς το
αποχωρίστηκανκαι δεν γύρισαν πίσω, νομίζω είναι πολύ σκληρό».
[16]
Το μποξ, με πολλούς τρόπους, αποτελεί
ένα δομικό αντίβαρο και αντίζηλο στην ερωτική σύντροφο του πυγμάχου, με την έννοια ότι του αποσπά χρόνο,
ενέργεια, ψυχική και συναισθηματική επένδυση από την οικιακή και ερωτική σφαίρα, διεκδικώντας για το ίδιο
(το μποξ) τη λίμπιντο του πυγμάχου. Πράγματι, οι πυγμάχοι που «σταματούν την προπόνηση» χάνοντας μια
χρονιά αγώνων ή που έχουν σεξουαλικές περιπτύξεις πριν τον αγώνα, αναφέρουν συχνά ότι αισθάνονται
ένοχοι «απάτης», σαν να ήταν το μποξ η πραγματική τους σύντροφος, φιλενάδα ή η ερωμένη τους.
[…] Όπως με το τραγούδι, τον χορό, το κήρυγμα και όλα τα συγγενή επαγγέλματα επιτέλεσης (performance) που
επικεντρώνονται στο σώμα και που παραδοσιακά κατέχουν κεντρική θέση στην κουλτούρα των εργατικών
τάξεων, ιδιαίτερα των Αφρο-αμερικανικών
[17]
, η πυγμαχική γενναιότητα από πολλούς θεωρείται ιερό
«χάρισμα», μια χαρισματική δεξιότητα περιβεβλημένη με ανώτερη εξουσία, ο κάτοχος της οποίας φέρει την
ηθική υποχρέωση να την καλλιεργήσει και να την χρησιμοποιήσει καλά. Όπως η εκφραστική ευχέρεια στην
περίπτωση του μαύρου ιερέα, οι πυγμάχοι πιστεύουν ότι το μποξ είναι κάτι που το «έχουν μέσα τους» και ότι θα
ήταν αδιανόητο να μην εκμεταλλευτούν τέτοιο εσωτερικό θησαυρό και να μην συνειδητοποιήσουν το
πεπρωμένο που τους περιμένει. Η σαρκική έλξη που ασκεί η πυγμαχία είναι τόσο ισχυρή ώστε οι μποξέρ χάνουν
την ικανότητα να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους πέρα από το ρινγκ.
[18]
Πράγματι, σε πολλές
περιπτώσεις η πυγμαχία είναι τόσο πολύ ταυτισμένη με την αίσθηση του εαυτού τους, τόσο βαθιά
αναμεμειγμένη με την ψυχική και συναισθηματική συγκρότηση της ατομικότητάς τους, ώστε δεν μπορούν να
αντιμετωπίσουν τη ζωή χωρίς αυτή.
[19]
Οι μποξέρ αισθάνονται ότι όταν μπαίνουν στον μεγάλο κύκλο (του ρινγκ) μπορούν να πετύχουν κάτι
αδιανόητο, μη προσβάσιμο ή απαγορευμένο για τους απ’ έξω, είτε αυτό είναι ο πλούτος, η δόξα, η έξαψη, μια
αίσθηση προσωπικού ελέγχου και ηθικής επάρκειας, ή απλά η ανομολόγητη και μονότονη χαρά τού να
παγιδευτείς σ’ ένα ισχυρό δεσμό με έντονες δραστηριότητες, οι οποίες τους αξιοδοτούν και δίνουν ταυτόχρονα
στη ζωή τους ενθουσιασμό, παρορμητικότητα και νόημα. Σημαντικότερο δε, είναι ότι όλες αυτές τις απολαβές
μπορούν να τις αποκτήσουν με τις δικές τους δυνάμεις, ως αποτέλεσμα των ατομικών τους επιλογών και
Σελίδα 4 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
επιδιώξεων, εκουσίων και ελευθέρα βουλήσει (volensetlibens), πιστοποιώντας έτσι τη μεγάλη τους ικανότητα να
εξολοθρεύουν τους κοινούς καταναγκασμούς που περιορίζουν τους άλλους γύρω τους. Περιληπτικά, η ισχυρή
προτίμηση για το επαγγελματικό μποξ δεν είναι τόσο (ή δεν είναι μόνο) μια αντίδραση στην υλική στέρηση, όσο
ένας τρόπος να επεξεργαστούν, και μετά να απαντήσουν σε μια υπαρξιακή πρόκληση του ίδιου τους του είναι,
κάτω από τέτοιες συνθήκες, που το ρινγκ τούς φαίνεται ως η πλέον ελκυστική αρένα την οποία μπορούν να
κατακτήσουν.
Το μποξ είναι, για να δανειστώ τη ορολογία του Goffman, «ο τόπος που βρίσκεται η δράση»: ένα σύμπαν στο
οποίο η πλέον ασήμαντη συμπεριφορά είναι «μοιραία», δηλαδή, δυνάμει προβληματική και με σημαντικές
συνέπειες για τα άτομα που εμπλέκονται σ’ αυτό.
[20]
Μπαίνοντας σ’ ένα επάγγελμα που εξαρτάται από
«την ηθελημένη ανάληψη σοβαρών ρίσκων»,
[21]
οι πυγμάχοι αποφασιστικά ευθυγραμμίζουν τη δομή και το
πλαίσιο ολόκληρης της ύπαρξής τους –τη χρονική της ροή, το γνωστικό και συναισθηματικό της προφίλ, το
ψυχολογικό και κοινωνικό της πλέγμα– με τρόπους που τους τοποθετούν σε μα μοναδική θέση, προκειμένου να
επιβεβαιώσουν τη βούλησή τους. Και αυτό διότι, με το ρίσκο έρχεται και η πιθανότητα του ελέγχου, με τον πόνο
και τη θυσία έρχεται η πιθανότητα της ηθικής ανύψωσης και της δημόσιας αναγνώρισης και με την πειθαρχία
και τη δέσμευση έρχεται το υπαρξιακό όφελος της προσωπικής ανανέωσης και της υπέρβασης. Μέσα από το
λειτούργημα του μποξ, η φιλοδοξία των πυγμάχων είναι να επαναπροσδιορίσουν τους εαυτούς τους και τον
κόσμο γύρω τους.
Η επαγγελματική πυγμαχία διευκολύνει τους πιστούς της να ξεφύγουν από το βασίλειο της ασημαντότητας και
της οντολογικής ανασφάλειας στην οποία τους τοποθετούν οι απέριττες ζωές τους, οι ανασφαλείς δουλειές και
οι γεμάτες τριβές οικογενειακές τους καταστάσεις και αντίθετα να μπουν σε ένα υπερ-καθημερινό,
υπερπραγματικό χώρο στον οποίο μπορεί να επιτευχθεί ένας αμιγής και υπερμεγέθης ανδρικός εαυτός.
[22]
Η
επαγγελματική πυγμαχία το πετυχαίνει αυτό ρίχνοντάς τους στο μέσο ενός πολυτελούς αισθησιακού τοπίου,
ενός μεγάλου και ποικίλου πανοράματος από συναίσθημα, απόλαυση και δραματικές ανακουφίσεις. Χάρη στο
κλείσιμό του από τους απ’ έξω, και στο σκληρό ψυχοσωματικό καθεστώς που απαιτεί, το πυγμαχικό σύμπαν
επιδεικνύει μια μοναδική «ισορροπία έντασης ανάμεσα στο συναισθηματικό έλεγχο και τη συναισθηματική
διέγερση», η οποία προκαλεί μια χωρίς προηγούμενο έξαψη και προσφέρει διαρκή «συναισθηματική ανανέωση»
στους συμμετέχοντες σε αυτό. Δομημένο με τέτοιο τρόπο που αντιτίθεται στην μονοτονία της καθημερινής ζωής
του αστικoύ (urban) περιθωρίου, ακόμα και η πλέον επαναλαμβανόμενη και προβλέψιμη ρουτίνα είναι
ζωογόνος και σαγηνευτική, χάρη στις αλλαγές που προκαλεί στην «ισορροπία των αισθήσεων»
[23]
και τη
συνεχή κινητική, αισθητική, οπτική και αισθητή διέγερση που παρέχει […]
[…] Το συναισθηματικό προφίλ της μετά το παιχνίδι περιόδου δεν είναι λιγότερο θυελλώδες, αφού προκύπτει
ένα μίγμα πολλαπλών δόσεων ανακούφισης, υπερηφάνειας, ντροπής και απόλαυσης. Ένα ακτινοβόλο
συναίσθημα προσωπικής ικανότητας και επίδοσης είναι πάντα παρόν, στο βαθμό που ο μποξέρ προετοιμάστηκε
με επάρκεια και ανταποκρινόμενος στο καθήκον και «θυσίασε» τα πάντα σύμφωνα με όσα ορίζει ο ηθικός
κώδικας του επαγγέλματος: «Στο τέλος, κερδίσεις ή χάσεις, ξέρεις ότι όλα τέλειωσαν και θα τσουγκρίσεις τα
χέρια και θα συγχαρείς τον τύπο με τον οποίο πυγμάχησες. Αυτό είναι το μεγαλύτερο, το μεγαλύτερο
συναίσθημα», νεύει με το κεφάλι του ο Roy. Οι πυγμάχοι συχνά συγκρίνουν την παρηγοριά που τους
διακατέχει μετά από ένα γύρο με το φθάσιμο μιας βουνοκορφής, από την οποία μπορούν να ξαναπέσουν πίσω
στην ηρεμία της καθημερινής ζωής και να γευτούν τις γήινες απολαύσεις που για βδομάδες τους έλειψαν: η
παρακολούθηση της τηλεόρασης αργά τη νύχτα, τα τσιζμπέργκερ και τα μιλκσέικ, οι έξοδοι αναζήτησης
ερωτικών επαφών. Στη South Side, οι πυγμάχοι συγκρίνουν αυτό το συναίσθημα με το «να φυλάς τα νώτα σου»
(takin’ a safe off your back), άλλοι το συνδέουν με το να «έχεις οργασμό», ενώ κάποιοι προτιμούν ένα
παραλληλισμό με τα Χριστούγεννα ή ένα πάρτι γενεθλίων.
[24]
Για τους πυγμάχους δυο πράγματα σίγουρα
δεν είναι το μποξ: αδιάφορο και χαζό.
Η ηθική του μποξ
«Η ηθελημένη ανάληψη σοβαρών ρίσκων είναι ένα μέσο για τη διατήρηση και την απόκτηση του χαρακτήρα»,
Σελίδα 5 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
γράφει ο Goffman στην έξοχη ανάλυσή του για τη μοιραία δράση.
[25]
Μια δεύτερη, φαινομενικά επουσιώδης,
αλλά σημαντική έλξη που ασκεί η επαγγελματική πυγμαχία είναι ότι, στηριζόμενη σε μια λογική αγωνιστικής
πρόκλησης και σε μια απαρέγκλιτη υπακοή στην ασκητική ζωή, παρέχει μια ιδιαίτερα αποτελεσματική
διαδικασία για τη δημόσια επίτευξη της γενναιότητας και της ανδρείας. Μέσα στα σχοινιά, κάποιος μπορεί να
αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο ότι είναι παλικάρι (virfortis)αλλά επίσης και ότι είναι ενάρετος
άνθρωπος. Το μποξ, λένε στην αδελφότητα των πυγμάχων, «λέει την αλήθεια» για κάποιον – όχι μόνο γα τη
δημόσια και επαγγελματική του πλευρά ως πολεμιστή του ρινγκ, αλλά και για την εσωτερική του αξία ως
ατόμου.
Η ομολογία που εγκαθιδρύεται μέσα και δια του ρινγκ ανάμεσα στην σωματική τελειότητα και το ηθικό
στάτους, στηρίζεται πρώτα στην ιδέα, την αυστηρά προφυλαγμένη στην καθολικά αποδεκτή αντίληψη της
«θυσίας», ότι η επιτυχία στην πυγμαχική αρένα εξαρτάται από την εκτός ρινγκ υιοθέτηση κατάλληλων
σωματικών συνηθειών και συμπεριφοράς. Πιστεύεται ότι ένας απλός μποξέρ που ευσυνείδητα υποτάσσεται στις
προσταγές της πυγμαχικής κατήχησης, έτσι όπως συγκεκριμένα εφαρμόζονται στην ανατροφή, στην κοινωνική
ζωή και την σεξουαλική δραστηριότητα, έχει κάθε πιθανότητα να νικήσει ένα πιο ταλαντούχο αλλά άσωτο
αντίπαλο.
Άσχετα με το εάν μια τέτοια δικαιοσύνη υπάρχει στην πραγματικότητα, η πυγμαχία είναι ένα «σύστημα
εκπαίδευσης» (disciplina) που προικίζει τη ζωή του πυγμάχου με ηθικό σθένος, εξαιτίας του γεγονότος ότι της
δίνει μια ασκητικότητα και την υποβάλλει σε μια παραδειγματική για την ευρύτητα και αυστηρότητά της
στρατιωτική πειθαρχία.
[26]
[…] Δεύτερον, το μποξ «λέει την αλήθεια» επειδή υποβάλλει τους πιστούς του σε μια έντιμη παρακολούθηση
και δημόσια κρίση από όμοια σκεπτόμενους, δηλαδή τα μέλη της συντεχνίας και της ευρύτερης κοινότητας των
θαυμαστών. Είναι βασικό ότι η σύγκρουση του επαγγελματία πυγμάχου λαμβάνει χώρα απέναντι σ’ ένα κοινό,
αφού μόνο αυτό μπορεί να βεβαιώσει την αξία των πυγμάχων με την παρουσία του και τη συλλογική του
αντίδραση. Το να σε βλέπει το κοινό, να είσαι το κέντρο της προσοχής, να αναγγέλλεται το όνομά σου, να
αναγνωρίζεσαι, να μιλάνε για σένα, είτε με δέος είτε με περιφρόνηση, αποσπώντας «τις φωνές και την εκτίμηση
του πλήθους» είναι ένας πολύ αξιοδοτημένος στόχος και μια διάχυτη ικανοποίηση αυτή καθ’ αυτή. Ο Bernard
εύκολα υποστηρίζει ότι έκανε μποξ «για τη δόξαμεγάλε, για το φαίνεσθαι, τους προβολείς, τους προβολείς. Για
ένα πράμα: τους προβολείς. Ήμουν στο κέντρο του ρινγκ και τραβούσε η τηλεόραση, ξέρεις. Δεν μπορεί ο
καθένας να ’ναι στην τηλεόραση, ενώ εγώ;» Η καθημερινή γλώσσα των πυγμάχων αυτό το αναγνωρίζει στην
αντινομία που εγκαθιδρύει ανάμεσα στους «ονομαστούς πυγμάχους» και τους ανώνυμους «αντιπάλους», τους
«bums» (οι τεμπέληδες, οι χασομέρηδες, οι ασήμαντοι), τους αποκαλούμενους «χωρίς όνομα», οι οποίοι
αποτελούν τα σώματα προς εκτέλεση για εκείνους που αναζητούν σπόνσορες και «μπορούν να προχωρήσουν».
Η επαγγελματική πυγμαχία είναι κατάλληλη για την προσωποποιημένη κατασκευή και τη δημόσια επικύρωση
ενός ανδρικού ηρωικού εαυτού, επειδή είναι μια μοναδικά ατομικιστική μορφή ανδρικής προσπάθειας, της
οποίας οι κανόνες είναι ξεκάθαροι και τοποθετούν τους πυγμάχους σε μια διάφανη κατάσταση ριζοσπαστικού
αυτοκαθορισμού. Σε αντίθεση με τα ομαδικά αθλήματα, όπου η επιτυχία αναγκαστικά εξαρτάται από το
ταμπεραμέντο και τις πράξεις των άλλων, η πυγμαχία είναι μια πρόσωπο-με-πρόσωπο σύγκρουση αντρίκιας
βούλησης και δεξιότητας, στην οποία δεν εξαρτάσαι από κανένα παρά μόνο από τον εαυτό σου.
[27]
Βεβαίως,
ο προπονητής βοηθάει κατά τη διάρκεια της μονόλεπτης διακοπής μεταξύ των γύρων, και οι συμβουλές και η
στήριξή του σίγουρα επηρεάζουν την έκβαση του αγώνα. Αλλά όταν χτυπήσει το καμπανάκι, πρέπει να
παραδοθείς στη δοκιμασία της εξαίρετης μοναχικής σύγκρουσης. Και δεν μπορείς να φύγεις, αφού «δεν
υπάρχει μέρος να κρυφτείς» στο ρινγκ. Όπως στο Ρωμαϊκό αμφιθέατρο οι μονομάχοι πολεμούσαν μέχρι
θανάτου χωρίς την πιθανότητα εξωτερικής βοήθειας ή διαφυγής, έτσι και στο ρινγκ δεν μπορεί κανείς «να
υποκριθεί το παλικάρι ή να το παίξει δειλός και να διαφύγει».
[28]
Αντίστοιχα, ο πυγμάχος αποσπά την
ξεκάθαρη αναγνώριση που αρμόζει στις πυγμαχικές του επιτυχίες, την οποία δεν χρειάζεται να μοιραστεί με
συμπαίκτες, οι οποίοι μπορεί και να μην την αξίζουν.
Σελίδα 6 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
Έτσι, το γυμναστήριο και το ρινγκ παρέχουν μια σκηνή πάνω στην οποία η προσωπική υπερηφάνεια και αξία
μπορούν να επιβεβαιωθούν και να φανούν μέσω αυτής της, επίμονης και απαιτητικής σε δεξιότητες, δράσης
αυτοκαθορισμού.
Επιπλέον, στην υψηλή εκτίμηση και την πλατιά αναγνώριση που οι επαγγελματίες πυγμάχοι αποσπούν από το
κοντινό τους κοινωνικό περιβάλλον, βρίσκει την κατεξοχήν έκφρασή της η τοπική ηθική της πυγμαχίας. Στις
οικογένειες και την γειτονιά τους, οι πυγμάχοι όχι μόνο τιμούνται για την σκληρότητα και την γενναιότητά τους,
αλλά επίσης θαυμάζονται όταν προβάλλουν μια θετική επαγγελματική εικόνα σκληρής δουλειάς, πειθαρχίας
και καρτερικότητας. Ο σεβασμός και η στήριξη που λαμβάνουν είναι άμεσα ορατά στη γεμάτη υπερηφάνεια
φροντίδα με την οποία τούς μεταχειρίζονται οι γονείς τους και την ειδική προσοχή που τους παρέχουν οι φίλοι
και οι κολλητοί, σε επαφές στις οποίες οι γνωστοί μιλούν για ένα επερχόμενο αγώνα ή αποσπούν το σχόλιό τους
για ένα πρόσφατο τηλεοπτικό ματς, καθώς επίσης και στον θαυμασμό των μικρών παιδιών που τους
ακολουθούν ή τρέχουν πίσω τους να κουβαλήσουν το σάκο τους όταν πάνε στο γυμναστήριο.
[…] Οι γείτονες και οι συγγενείς εκτιμούν τους επαγγελματίες πυγμάχους για τη σθεναρή τους άρνηση να
υποκύψουν στην κοινωνική αναγκαιότητα, πολεμώντας αντίθετα για μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και
αντιστεκόμενοι είτε στο να παραδοθούν στην εξάρτηση και την ανηθικότητα όπως γίνεται με πολλούς
κάτοικους του γκέτο είτε, ακόμα χειρότερα, στο να στραφούν σε εγκληματικές δραστηριότητες ως ένα μέσο
υλικής συντήρησης και ανέλιξης. Είναι ευγνώμονες για το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την καταστροφική
φιγούρα του έμπορου ναρκωτικών, η βιομηχανία της πυγμαχίας προσανατολίζεται προς τη «νόμιμη» πλευρά
της κοινωνίας και συμβάλλει στο συλλογικό ευ ζην της κοινότητας και όχι στην υπονόμευσή της.
[…] Αν όχι για άλλο λόγο, το μποξ βιώνεται ως μια θετική δύναμη στη ζωή εκείνων που πετυχαίνουν στην
καριέρα τους, χάρη στην προφυλακτική λειτουργία που παίζει σε σχέση με τα εγκλήματα του δρόμουκαι άλλες
κοινωνικές ασθένειες. Ακόμα και όταν βγάζουν λίγα ή και καθόλου χρήματα και οδηγούνται σε επαγγελματικό
αδιέξοδο, αποστερημένοι κληρονομήσιμων δεξιοτήτων και χρήσιμων επαφών για την επαγγελματική επιτυχία,
[29]
το γυμναστήριο και το ρινγκ τους προφύλαξε από τους δρόμους και τους κινδύνους του. Έτσι, οι πυγμάχοι
έχουν τουλάχιστον αποφύγει την χειρότερη μοίρα που συχνά απειλεί τους μη-πυγμάχους και τους παιδικούς
τους φίλους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το μακάβριο τρίπτυχο της φυλακής, των ναρκωτικών και του βίαιου
θανάτου.
Ένα ανήσυχο και αμφίθυμο πάθος
Σ’ αυτό το άρθρο επιχείρησα να σκιαγραφήσω μια ακριβή εικόνα του πυγμαχικού κόσμου, έτσι όπως τον
βλέπουν οι κάτοικοί του ή θα ήθελαν να τον φαντάζονται. Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα ατελές και
μονόπλευρο, με την έννοια ότι συνειδητά δίνει έμφαση στη γοητεία και τις αρετές της επαγγελματικής
πυγμαχίας
[30]
σε μια προσπάθεια να συλλάβει την οπτική του μποξέρ και την αντίληψή του –με την διπλή
έννοια της κατανόησης και της ταύτισης– για την πυγμαχική ενασχόληση ως επιδέξιου (skillful) σωματικού
επαγγέλματος. Υποστήριξα ότι για να καταλάβουμε τη σαγήνη, την ανθεκτικότητα και την έγκληση (calling) του
πυγμάχου, δεν αρκεί να αναδείξουμε τους (αρνητικούς) αντικειμενικούς παράγοντες που ωθούν από τα έξω
τους πυγμάχους στο ρινγκ. Πρέπει επίσης, και σαν πρώτη προτεραιότητα, να εξηγήσουμε τις (θετικές) ορατές
δυναμικές που τους σπρώχνουν από τα μέσα στα σχοινιά και τους κρατούν εκεί. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να
δούμε τις βιωμένες πεποιθήσεις του επαγγελματικού μποξ ως ένα ξεκάθαρα περιορισμένο ηθικό,
συναισθηματικό και αισθησιακό κόσμο, στον οποίο η επιδέξια και μοιραία εμπλοκή του προπονημένου σώματος
προσφέρει ένα «χώρο λήθης»
[31]
για τις καταπιεσμένες καθημερινότητές τους και ένα χώρο για τη δημόσια
επιβεβαίωση ενός ηρωικού σούπερ-ανδρικού εαυτού.
Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Gerald Early ότι το μποξ είναι «χωρίς νόημα»
[32]
, εγώ υποστηρίζω ότι
μπορούμε να κατανοήσουμε σε μεγάλο βαθμό το φαινομενικά ανόητο επάγγελμα της πυγμαχίας, υπό τον όρο να
σταματήσουμε να κοιτάμε «απ’ έξω προς τα μέσα» όπως ο αποστασιοποιημένος παρατηρητής –και να
αποφύγουμε την ηθικοπλαστική οπτική που συχνά απορρέει όταν εξετάζουμε από τα πάνω ένα χαμηλό
Σελίδα 7 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
επάγγελμα– για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε από πρώτο χέρι τον ιστό και τη δομή της ζωής του μποξέρ,
διεισδύοντας στη ζωή τους και στα, φαινομενικά ασήμαντα απρόοπτα (contingencies), στα υπολογισμένα ρίσκα
και στις μεγάλες ψευδαισθήσεις, στις οποίες υπόκεινται οι ίδιοι οι πυγμάχοι. Από τη στιγμή που αναδείξαμε τη
γοητεία της επαγγελματικής πυγμαχίας μέσα από τα μάτια και το σώμα του πυγμάχου, το καθήκον της
ανάλυσης αφορά τον εντοπισμό του κοινωνικού μηχανισμού που διαρκώς (ανα)παράγει αυτό το ιδιάζον
πλέγμα αγάπης, οργής και δέσμευσης, ο οποίος ωθεί τους νέους από τα χαμηλότερα στρώματα του κοινωνικού
χώρου να αντιλαμβάνονται και να υιοθετούν την τέχνη του Ανδρός, ως μια συμπεριφορά για την επίτευξη της
αξιοπρέπειας και της λύτρωσης, η οποία, διαφορετικά, καθίσταται απίθανη. Εν συντομία, το καθήκον της
ανάλυσης έγκειται στην εξήγηση της συλλογικής γέννησης και διάχυσης της πυγμαχικής libido, αυτής της
ιδιαίτερης εκδοχής του «κοινωνικά συγκροτημένου συμφέροντος»,
[33]
το οποίο παρακινεί εκείνους στους
οποίους υπάρχει, να αποδίδουν αξία και να παραδίνονται ψυχή τε και σώματι στο πυγμαχικό λειτούργημα.
Αναγνωρίζοντας ότι ο μποξέρ συνδέεται με το επάγγελμά του μέσω μιας οιονεί-θρησκευτικής σχέσης δοσίματος,
[34]
ανακαλύπτουμε ταυτόχρονα πόσο επίπονη και δυσάρεστη είναι αυτή η αφοσίωση. Δεν χρειάζεται να
σκάψουμε πολύ βαθιά για να βρούμε τα θραύσματα της πυγμαχικής πίστης. Κάτω απ’ αυτήν την πίστη
υπάρχουν ψήγματα αμφιβολίας και αμφισβήτησης. Το πάθος που σπρώχνει τους πυγμάχους στο επάγγελμά
τους δεν έχει να κάνει με την ευδαιμονία και την γαλήνη, τον «απόλυτο πλούτο συναισθήματος» (ο ορισμός της
αγάπης του Hegel) που απελπισμένα λαχταρούν. Αντίθετα, είναι ένα πάθος εμποτισμένο όχι μόνο με
αμφιθυμία, ανησυχία, ενίοτε και μνησικακία, αλλά και με τη βαθιά απωθημένη και ενσωματωμένη γνώση της
σκοτεινής πλευράς της πυγμαχίας, με αυτό που ένας πυγμάχος του Σικάγο αποκαλούσε, σε μια στιγμή
φροϋδικής έμπνευσης, «βαρβαρότητα» του αθλήματος (barbaricness): την «καθημερινή εξόντωση» και
«ταλαιπωρία» που υφίστανται προετοιμαζόμενοι για τον αγώνα, την καθημερινή σωματική «κατάχρηση», τον
φόβο για την μπουνιά εκείνη που θα «σε κάνει να μοιάζεις με τον Frankestein για όλη σου τη ζωή», την ανηλεή
εκμετάλλευση που φέρνει στο νου αναλογίες με την σκλαβιά και την πορνεία («οι πυγμάχοι είναι πόρνες και οι
μάνατζερ νταβατζήδες, έτσι το βλέπω εγώ») που απειλεί να μετατρέψει το σώμα σε ένα «κομμάτι κρέας» και,
τέλος, τον δεσποτικό έλεγχο που ασκούν στην κατανομή των υλικών απολαβών οι μάνατζερ και όλοι αυτοί που
προωθούν πυγμάχους και που ευθύνονται για τους αγώνες.
Δεν αναφερόμαστε μόνο στο ότι το μποξ «δεν είναι και τόσο επαγγελματικό», όπως παρατηρεί ο Ed
συγκρατημένα, όπου η απάτη, η αναξιοπιστία και η υπουλότητα είναι συνηθισμένα φαινόμενα, μια «δουλειά»
στην οποία οι πυγμάχοι αντιμετωπίζονται με φροντίδα και σεβασμό, αλλά στην οποία οι πιθανότητες να βγάλει
κάποιος χρήματα είναι ελάχιστες και πολύ άνισα κατανεμημένες εξ’ αρχής.
[35]
Πέρα απ’ όλα αυτά, υπάρχει η
σκοτεινή συνειδητοποίηση ότι, αν δεν γεννιόντουσαν στον πάτο της κοινωνίας και αντίθετα απολάμβαναν το
προνόμιο της κληρονομιάς κάποιας ικανότητας ή τους άρεσε το σχολείο (ή άλλα σπορ με λιγότερα άχθη), δεν θα
φορούσαν ποτέ τα γάντια. «Δεν πυγμαχούν όλοι εκεί έξω για τίτλους, Louie»: οι επαγγελματίες πυγμάχοι
γνωρίζουν καλά ότι το «Σκληρό τους επάγγελμα» δεν είναι παρά το «Παιχνίδι των φτωχόπαιδων», για να
θυμηθώ τα λόγια του James Baldwin,
[36]
και επομένως ότι το επάγγελμά τους είναι μια επιβεβλημένη
τρυφερότητα, μια αιχμαλωτισμένη αγάπη, γεννημένη από τη φυλετική και την ταξική αναγκαιότητα, αν και
δομείται ενάντιά της.
[37]
«Μακάρι να γεννιόμουν ψηλότερος, μακάρι να γεννιόμουν σε μια πλούσια
οικογένεια, δεν ξέρω, μακάρι να ’μουν έξυπνος, να ’χα το μυαλό να πάω σχολείο και πραγματικά να γίνω
κάποιος σημαντικός», ομολόγησε ο Vinnie όταν ρωτήθηκε τι θα ήθελε να έχει αλλάξει στη ζωή του. Είναι
ικανοποιημένος που πυγμαχεί «για τους ανθρώπους» γύρω του, επειδή ελπίζει ότι θα μπορέσει να τους δώσει
μια μοναδική ευτυχία. Όμως υποφέρει με την αγάπη του για το μποξ: «Δεν μπορώ να το αντέξωτο άθλημα, το
μισώ, αλλά είναι τόσο βαθιά μέσα μου που δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
Τέλος, η αγάπη του πυγμάχου για το επάγγελμά του είναι εμποτισμένη με εχθρότητα εξαιτίας της βαθιά
απωθημένης και ανυπόφορης συναίσθησης ότι αυτή η αγάπη δεν μπορεί και δεν θα γίνει αμοιβαία. Αφού για να
υπάρχουν οι λίγοι επίλεκτοι, θα πρέπει να εξαπατηθούν οι πολλοί από την Γλυκιά Επιστήμη. Και πράγματι,
είναι εύκολο να περάσεις το αόρατο όριο ανάμεσα στην αυτάρκεια και την αποστέρηση! Οι πυγμάχοι γνωρίζουν
εκ πείρας ότι το μποξ «όσο μπορεί να σε βλάψει, άλλο τόσο μπορεί να σε βοηθήσει», λέει με σθένος ο Vinnie,
ότι «μπορεί να σε κάνει τον καλύτερο στον κόσμο, μπορεί να σε κάνει και τον χειρότερο». Το μποξ μπορεί να
Σελίδα 8 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
ανεβάσει και να διαφυλάξει την ύπαρξή τους από τις απειλές της παραφροσύνης και της ασημαντότητας, αλλά
μπορεί επίσης να τους σπρώξει και να τους παγιδέψει περισσότερο στους κόσμους του περιθωρίου και της
αθλιότητας, από τους οποίους υπόσχεται να τους διασώσει. Βαθιά μέσα τους ενδημεί η υποψία ότι η πιθανότητα
να πέσεις από την κορυφή του βουνού της πυγμαχικής γενναιότητας, θέτει το ερώτημα για το αν αξίζει καν τον
κόπο να αγωνιστείς να το ανέβεις. Έτσι οι πλέον αφοσιωμένοι και υπάκουοι μποξέρ δεν μπορεί παρά να
κυνηγιούνται από την πιθανότητα ο γοητευτικός κόσμος στον οποίο συμμετέχουν να είναι ένας πραγματικός
μπελάς, και ότι οι δεσμοί της πυγμαχικής αγάπης είναι οι αλυσίδες που τους κρατούν σε μια φυλακή επιθυμίας
και πόνου του ίδιου τους του είναι: «Αν λυπάμαι για κάτι», ομολογεί ο Nate, «είναι που έβαλα για πρώτη φορά
τα γάντια του μποξ. Τώρα δεν μπορώ να σου πω μεγάλε (μεμψιμοιρώντας), λυπάμαι που έβαλα τα γάντια, αλλά
αν δεν τα έβαζα ποτέ, δεν θα είχα αυτήν την ανίκητη επιθυμία για μποξ: βλέπεις (χαμηλώνοντας την φωνή του)
είναι δύσκολο να την ξεφορτωθείς».
Στο τέλος, δεν υπάρχει έξοδος από το γεγονός ότι, είτε νικήσει είτε ηττηθεί, ο μποξέρ αφήνει κομμάτια από την
ψυχή και την σάρκα του στο ρινγκ. Κάθε αγώνας, κάθε γύρος, κάθε μπουνιά συμβάλλουν ποικιλοτρόπως στην
απεικόνιση ενός αγάλματος υποβλητικού ανδρισμού που επιχειρεί να το σφυρηλατήσει με πηλό από πόνο, αίμα
και ιδρώτα. Σ’ ένα πολύ βαθύ επίπεδο, το μποξ τρομοκρατεί ακόμα και τους πυγμάχους και τους προπονητές,
και παραβιάζει την αίσθηση της ανθρωπιάς τους, αν και μαθαίνουν να μην το αισθάνονται και να μην το
δείχνουν, ούτε στους εαυτούς τους, κάτι που αποτελεί ένα επιβεβλημένο προαπαιτούμενο της ταυτότητας
μέλους στην Ντυρκεμιανή «εκκλησία» της επαγγελματικής πυγμαχίας. Έτσι, το πάθος του μποξέρ
κατακερματίζεται μέσω της αναπόφευκτης αντινομίας γύρω από την οποία δομείται το πυγμαχικό σύμπαν, η
οποία δεν είναι παρά μια μετάλλαξη εκείνης της αντινομίας που συγκροτεί όλες τις εγκόσμιες προσπάθειες
επιβεβαίωσης του ανδρισμού,
[38]
δηλαδή η απαίτηση οι πυγμάχοι να διαβρώσουν, αν όχι να εξαφανίσουν,
οτιδήποτε διδάσκονται να αξιοδοτούν πάνω απ’ όλα, μέχρις σημείου αγιοποίησης: το βίαιο ανδρικό σώμα, όχι
μόνο το δικό τους αλλά και αυτό των ομοίων τους.
Να γιατί, παρά την στοργικότητα που τρέφουν για το επάγγελμά τους και τις μοναδικές χαρές και οφέλη που
τους δίνει –από την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό και την αναγνώριση, μέχρι την αυτοπειθαρχία, την
αυτοπεποίθηση και την ανοσία από τις συνέπειες της «ταχύτατης ζωής» των δρόμων– η μεγάλη πλειοψηφία
των πυγμάχων δεν επιθυμούν να δουν τα παιδιά τους να ακολουθούν τα βήματά τους. Πάνω από το ογδόντα
τοις εκατό των πυγμάχων του Σικάγο θα προτιμούσαν τα παιδιά τους να μην μπουν στο επάγγελμα,
συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού εκείνου που βλέπουν την πυγμαχία ως μια έξοδο από την φτώχεια. Επίσης
πολλοί είναι οι πυγμάχοι εκείνοι οι οποίοι κατέκτησαν την κορυφή και προσπαθούν να αποτρέψουν τα νεαρά
αδέλφια τους να ακολουθήσουν το ίδιο παράδειγμα. Ένας στους τέσσερις θα έκανε οτιδήποτε περνάει από το
χέρι του να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη.
Αν οι μποξέρ αποστρέφονται την ιδέα να εκτεθούν οι αγαπημένοι τους, η σαρξ εκ της σαρκός τους, στην ανηλεή
δοκιμασία του ρινγκ είναι επειδή γνωρίζουν πολύ καλά όλα όσα δεν μπορούν να προδώσουν, αφού κάτι τέτοιο
θα υπονόμευε τα θεμέλια της πίστης τους στην πυγμαχική illusio. Ίσως, μόνο οι θυσίες και η ελπίδα ότι οι
άλλοιθα αναγνωρίσουν και θα καρπωθούν τα οφέλη της συμμετοχής τους –«Τιμωρούμαι αρκετά για τον
καθένα», «το κάνω για να μην αναγκαστεί να το κάνει ο γιος μου»– μπορούν να στηρίξουν την πίστη ότι αξίζει
να εμπλακείς σ’ αυτό το επάγγελμα σωματικών δεξιοτήτων, το οποίο, σε ένα άλλο επίπεδο, είναι επίσηςένα
ανατριχιαστικό ταξίδι προς την αμοιβαία καταστροφή και αυτοκαταστροφή.
Η προσκόλληση του πυγμάχου στο επάγγελμά του είναι ένα ασύμμετρο και μοχθηρό πάθος, διεφθαρμένο από
την υποψία ότι είναι πάρα πολύ μεγάλο το τίμημα για την επιτυχία –υπερβολικό σε σχέση με όλους εκείνους που
απολαμβάνουν την πρόσβαση σε άλλες ατραπούς οντολογικής πραγμάτωσης και κοινωνικής αναγνώρισης. Οι
πυγμάχοι μπερδεμένα αντιλαμβάνονται κάπως, με την έκτη αίσθηση που έχουν αποκτήσει ρισκάροντας τα
σώματά τους στο ρινγκ, ότι είναι θύματα των επιθυμιών τους για ανδρικές ακρότητες. Μόνο αν
αποσυναρμολογήσουμε τη λογική της υλικής και ηθικής οικονομίας του μποξ θα μπορούμε να ξεδιαλύνουμε το
πώς η δύναμη και η υποταγή, ο καταναγκασμός και η βούληση (agency), η απόλαυση και ο πόνος συγχέονται
και αλληλοενθαρρύνονται με τέτοιο τρόπο που οι επαγγελματίες πυγμάχοι είναι οι λυτρωτές και βασανιστές του
Σελίδα 9 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
ίδιο τους του εαυτού.
ce
Αφιέρωση
Το άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του Vinnie «Nitro» Letrizia. Ήθελε να γίνει «παγκόσμιος πρωταθλητής» και να
εξασφαλιστεί οικονομικά ώστε «κανείς από την οικογένειά μου να μην χρειάζεται να πυγμαχήσει ή να υποστεί
τη σκληρή εργασία, και οτιδήποτε θελήσουν η οικογένεια και τα παιδιά μου, όταν μεγαλώσουν, να το έχουν».
Μια μηχανή και ένας γλιστερός δρόμος μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα αποφάσισαν να μην επιτρέψουν «να κάνει
όσα μπορούσε για να στηρίξει αυτό το όνειρο».
[1] Σ.τ.Μ. Το παρόν κείμενο αποτελεί ένα επιλεγμένο απόσπασμα από ένα ευρύτερο και πλούσιο σε εμπειρικό υλικό άρθρο του L. J. D. Waquant, μαθητή και συνεργάτη του Pierre Bourdieu, με τίτλο “The Pugilistic Point of View: How Boxers Think
and Feel About Their Trade”, Theory and Society, 24: 489-535, 1995. Πρόκειται για μια αφηγηματική ανασυγκρότηση εθνογραφικού χαρακτήρα, η οποία συνιστά το απόσταγμα μιας τριετούς παρατηρητικής συμμετοχής (observant participation), όπως ο
ίδιος λέει, σ’ ένα πυγμαχικό Club στο Σικάγο, που έλαβε χώρα στα πλαίσια της διατριβής του. Μολονότι το άρθρο είναι γεμάτο από αναφορές των ίδιων των πυγμάχων, στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται μια συνεκτική εννοιολογική ανασυγκρότηση
του συγγραφέα, όχι για άλλο λόγο αλλά επειδή ένα εξειδικευμένο, πενήντα σελίδων, άρθρο Κοινωνιολογίας του Σώματος, δύσκολα θα μπορούσε να μεταφερθεί αυτούσιο σ’ ένα περιοδικό ευρύτερων φιλοσοφικών, θεωρητικών και πολιτικών
αναζητήσεων. Η προσπάθεια του συγγραφέα να αποφύγει τον λογοκεντρικό φετιχισμό της αφηρημένης κοινωνιολογικής θεωρίας, αντί να καταλήγει σε μια μονοσήμαντη εθνομεθοδολογική «αναφορά των αναφορών», όπως θα έλεγε και ο Garfinkel,
απεικονίζει μια έξοχη σύνθεση ανάμεσα στο εννοιολογικό πλαίσιο του πυγμαχικού κόσμου και στις παραστάσεις που έχουν οι φορείς γι’ αυτόν τον κόσμο, μια σύνθεση κοινωνιολογικά επιβεβλημένη και δυνάμει πολιτικά αποτελεσματική.
[2] Λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να επιβιώσουν μόνο από τα λεφτά του μποξ, τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 150 και 500 δολάρια κατά μέσο όρο για τα πρώτα παιχνίδια τεσσάρων έως οκτώ γύρων, και μεταξύ 500 και 1000 δολάρια για τα «μεγάλα
γεγονότα». Ούτε και μπορούν να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στους μάνατζερ, όταν δεν μπορούν να συμφωνήσουν μαζί τους για ένα «εβδομαδιαίο μεροκάματο». Έτσι οι περισσότεροι παραμένουν μποξέρ πλήρους ή μερικής απασχόλησης (50
τοις εκατό και 12 τοις εκατό αντίστοιχα στο Illinois).
[3] Waquant, «Pugs at Work», Body and Society1/1(1995): 75-82.
[4] To ίδιο ισχύει για τους μονομάχους στην Αρχαία Ρώμη, οι οποίοι αποτελούσαν ένα επιδέξιο επάγγελμα, είτε ήταν δημόσια αναγνωρισμένο είτε όχι: «Η Μονομαχία δεν αναγόταν σε μια αποκρουστική ανθρωποσφαγή: ήταν μια τέχνη του ξίφους.
Πράγματι, ο στρατιωτικός θεωρητικός Vegece ήθελε να εξυμνεί τις δεξιότητες των μονομάχων στους στρατιώτες του για να τους δίνει δύναμη» Golvin & Landes, Amphitheatres et gladiateurs, Paris: Publications du CNRS, 1990: 168.
[5] Δες για παράδειγμα R. Linhart, L’ Etabli(Paris, Editions de Minuit, 1976) και C. Needleman, The Work of Craft(New York, Knopf, 1979).
[6] Waquant, «The social Logic of Boxing in Black Chicago», Sociology of Sport Journal, 9(3): 236-249 και «Desire, Bodily Work and Rationality: Practicing and theorizing the craft of boxing», άρθρο που παρουσιάστηκε στο Department of Sociology,
University of California-Los Angeles, Απρίλιος 1992.
[7] Η πραγματική κοινωνική φυλάκιση που απαιτεί το μποξ, απεικονίζεται θαυμάσια στο μυθιστόρημα του W. C. Heinz, The Professional(New York, Harbor House, [1958], 1984, εισαγωγή G. Plimpton).
Σελίδα 10 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
[8] R. Waldinger & T. Bailey, «The youth employment in the world city», Social Policy16/1,1985: 55-59. Επίσης, M. L. Sullivan, «Getting paid». Youth crime and work in the Inner City (Ithaca: Cornell University Press, 1989).
[9] Όπως γράφει και ο G. Early για τον Joe Louis και τον Sonny Liston: «Κατάλαβαν πολύ καλά ο ένας τον άλλο επειδή ήξεραν τη μοίρα που τους περίμενε αν δεν είχαν γίνει μποξέρ, τη μοίρα των ανθρώπων της εργατικής τάξης, λευκών και
μαύρων: μια ζωή εγκληματική ή καθημερινής χειρωνακτικής δουλειάς, τη ζωή της αστικής δουλοπαροικίας». (G. Early, «American Prizefighter», σε Tuxedo Junction: Essays on American Culture, New York, The Ecco Press, 1991).
[10] P. Willis, S. Jones, J. Canaan and G. Hurd, Common Culture: Symbolic Work at Play in the Every Day Culture of the Young, (Boulder: Westview Press, 1990: 48-52).
[11] C. E. Ashworth, «Sport as a Symbolic Dialogue», in E. Dunning (ed), The Sociology of Sport: A Selection of Readings (London, Frank Cass & Co, 1971: 40-46). N. Mailer, «King of the Hill»: On the Fight of the Century (New York: New American
Library, 1971: 87).
[12] T. Veblen, The Portable Veblen. Edited by D. Lerner (New York: Viking: 1948, 318). Ή, για να δανειστώ τα λόγια του Mike Tyson όταν σχολιάζει μια μοναδική νίκη εις βάρος του P. Thomas: «Τον χτύπησα με κακές προθέσεις…ήθελα να τον
χτυπήσω πίσω από το αυτί, σε επικίνδυνη περιοχή…Το ’δες αυτό το hook; Ουου, ήταν τέλειο! Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα».
[13] Για το «βιωμένο σώμα» (corps propre) ως «ένα σύστημα από δυνάμεις κινήτρων και αντίληψης», που συγκροτείται μέσω της αποκάλυψης και εκδίπλωσής του στον κόσμο, δες Merleau-Ponty, Phenomenologie de laperception, section III: 173-79. O
Wiley (Serenity: A Boxing Memoir, 158) δίνει μια σύντομη περιγραφή για αυτή την καθολική αφοσίωση που αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο: «Η πυγμαχία (λέει ο παγκόσμιος πρωταθλητής Thomas) είναι το μοναδικό, μόνιμο ενδιαφέρον του Hearn.
Αγόρασε ένα μεγάλο πιάνο Yang Chang και δεν έμαθε ούτε μια νότα. Παρήγγειλε την κατασκευή ενός περίκομψου μπαρ για το σπίτι του, αλλά δεν ήπιε ούτε ένα ποτό. Έφτιαξε μια φανταχτερή πισίνα, αλλά δεν έκανε ούτε μια βουτιά. Ήθελε να γίνει
επιχειρηματίας, ενώ η συζήτηση γι’ αυτό του ’φερνε βαρεμάρα. Είπε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά η εκφραστικότητά του δεν άλλαξε ποτέ. Πήρε δίπλωμα και οδήγησε μια χρυσή 500άρα Mercedes Benz. Δεν ήταν πότης. Το μόνο που προτιμούσε
ήταν να παίζει μποξ μαζί σου, παρά να μιλάει μαζί σου». Πολυάριθμα είναι τα παραδείγματα που θα μπορούσα να αντλήσω από το εθνογραφικό μου ημερολόγιο και από δημοσιευμένες βιογραφίες πρωταθλητών.
[14] Ένας 30χρονος μαύρος βαρέων βαρών δυνατός αλλά άτεχνος μποξέρ που έπαιξε με «τα μεγαλύτερα ονόματα» της κατηγορίας του στα τέσσερα χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας, συνοψίζει το θέμα ως εξής: «Γιατί ανεβαίνω στο
ρινγκ; Επειδή είμαι προπονημένοςγια ν’ ανεβαίνω και έχω την καρδιάγια να το κάνω, είναι μέρος της ζωής μουκαι πρέπει ν’ ανέβω στο ρινγκ, είναι κάτι που μ’ αρέσει, κάτι που απολαμβάνω». Απ’ αυτή την οπτική, το μποξ μπορεί να θεωρηθεί μία
«κατασκευή ταυτότητας» (identity work) που πραγματοποιείται όχι μέσα από την ομιλία, όπως στην ανάλυση των Snow & Anderson για τις τεχνικές της λύτρωσης του εαυτού στους άστεγους, αλλά μέσα από την σωματική εργασία και επιτέλεση. (A.
Snow & L. Anderson, «Identity work among the homeless: The verbal construction and avowal», American Journal of Sociology, 92/6, 1987: 1336-1371.
[15] Όπως συνέβη στο σώμα της πιο διάσημης και αγαπημένης φιγούρας του μποξ, του Muhammad Ali, για τον οποίο ο προπονητής A. Dundee παρατηρεί: «Ο Muhammad ποτέ δεν ήταν ευτυχισμένος έξω από το ρινγκ. Αγαπούσε το μποξ. Το
γυμναστήριο και τον ανταγωνισμό. Ήταν στο αίμα του και, νικούσε η έχανε, στο τέλος του άρεσε πολύ». (T. Hauser, Muhammad Ali: His life and times, New York, 1991: 399).
[16] Ή, για να παραθέσω μια άλλη εκδοχή στο ίδιο ζήτημα: «Η πυγμαχία είναι σαν μία σύζυγο. Μπορεί να σου φέρεται καλά, όταν και εσύ της φέρεσαι καλά. Αν όχι, τότε, αυτό θα το καταλάβει, επειδή είναι
μαζί σου όλη την ώρα». (Ο πρώην πρωταθλητής B. Chanon, στο Wiley, Serenity: A Boxing Memoir, 135).
[17] C. Kale, Urban Blues(Chicago: The University of Chicago Press, 1966). R. Allen, Singing in the spirit: African-American sacred quartets in New York City(Philadelphia, University of Pennsylvania Press, 1991). G. L. Davies, I Got the Word in Me and I
Can Sing it, You Know: A Study of the Performed African-AmericanSermon (Philadelphia, University of Pennsylvania Press, 1985).
Σελίδα 11 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
[18] Ο Freud επιχειρηματολογεί στο Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας (Civilization and its Discontents, New York: W.W. Norton [1930], 1962: 13) ότι ο έρωτας είναι εξ’ ολοκλήρου μία εμπειρία εμπλοκής (blending) που περιέχει μια ψευδαίσθηση
ένωσης τέτοια που «απειλεί να εξαφανίσει το όριο ανάμεσα στο εγώ και στο αντικείμενο».
[19] Είναι αυτή η παθιασμένη αγάπη, και όχι τόσο οι ψυχροί υπολογισμοί οικονομικού κέρδους, που ωθεί τους πυγμάχους να θέλουν να επιστρέψουν στο ρινγκ μετά από ένα απειλητικό για τη ζωή τους τραυματισμό. Ο Vinnie Pazienza
εντυπωσίασε τον κόσμο του μποξ –μαζί και τους νευροχειρούργους του– όταν επέστρεψε λίγους μήνες αφότου υπέφερε από καθολική ρήξη σπονδύλων στο λαιμό μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Την επόμενη μέρα μετά από ένα σχεδόν
θανατηφόρο χτύπημα στο κεφάλι, που προκάλεσε εγκεφαλικό αιμάτωμα και τον βύθισε σε κώμα, αφήνοντάς τον σχεδόν παράλυτο, ο «Kid» Akeem Anifowosag ανήγγειλε από το κρεβάτι του νοσοκομείου ότι θα διεκδικούσε ξανά τον παγκόσμιο τίτλο:
«Θέλω να επιστρέψω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Πιστέψτε με θα κάνω τα πάντα για να ξανανέβω στο ρινγκ. Σιγά-σιγά. Το όνειρο δεν τέλειωσε» (σε Berger, PunchLines, 39, 19-23).
[20] E. Goffman, «Where the action is», σε Interaction Ritual (N.Y., 1967: 149-270). Ο Καναδός κοινωνιολόγος βάζει το μποξ ανάμεσα στα «επαγγελματικά αθλήματα θεάματος, των οποίων οι performers διακινδυνεύουν το χρήμα, τη φήμη και
τη σωματική τους ασφάλεια», κάτι που θεωρεί ως παραδειγματικό της «δράσης».
[21] Ό.π.: 167.
[22] Για αντίστοιχες αναφορές όμοιων αναζητήσεων σε άλλα υπαρξιακά βασίλεια, διαβάστε την ανάλυση του J. Katz με τίτλο «Ways of badass», (στο Seductions of Crime: 80-113) και την αναφορά του Fussell για την εμπλοκή του στη λατρεία των
μυώνων (S.W. Fussell, Muscle: Confessions of an Unlikely bodybuilder,N.Y. Press: 1992). Για περαιτέρω σύγκριση, δες P. Adler & P. Adler για τη συλλογική παραγωγή του «ένδοξου εαυτού» στους μπασκετμπολίστες κολεγίων (Blackboards and
Backboards: College Athletics and Role Engulfment, N.Y.: Columbia Univ. Press, 1991: 155-73).
[23] Α. Synnot, The Body Social: Symbolism, Self and Society(Routledge, 1993: 149-154)
[24] Ο Nate, ένας άνεργος μαύρος μεσαίων βαρών που ήταν επαγγελματίας για 5 χρόνια, αναφέρει αυτή την αίσθηση του επιτεύγματος ως εξής: «Είναι σα ν’ ανεβαίνεις ένα βουνό, μεγάλε: όταν φτάνεις στην κορυφή είσαι ευτυχισμένος, έτσι είναι
και όταν κερδίζεις έναν αγώνα, η αποστολή σου έχει τελειώσει. Έχω προπονηθεί γι’ αυτό, έχω φτιάξει ένα πλάνο και το φέρνω εις πέρας».
[25] E. Goffman, «Where the Action is», ό.π.: 238.
[26] Ο E. Durkheim τοποθετεί το «πνεύμα της πειθαρχίας» ως ένα από τα τρία θεμελιακά συστατικά της ηθικής, μαζί με τον αλτρουισμό (ή την προσκόλληση στην ομάδα) και την αυτονομία της βούλησης: E. Durkheim, L’ Education Morale(Paris:
Presses Universitaires de France, [1902-03], 1963).
[27] Η ξιφασκία και το τένις είναι ένας πρόσωπο-με-πρόσωπο ανταγωνισμός ο οποίος όμως λαμβάνει χώρα σε μία απόσταση, ενώ μεσολαβούν ειδικοί εξοπλισμοί (ρακέτες, μπάλες, δίχτυ). Ακόμα και στο κατς, η σωματική επαφή είναι ευφημισμένη
μέσα από τη χρήση στολών και η αντιπαράθεση «θηληκοποιείται» μέσα από το άμεσο αγκάλιασμα και τις πιο μαλακές χειρονομίες. Το μποξ ξεχωρίζει για τη γυμνότητα και την μετωπική σωματική σύγκρουση που απαιτεί.
[28] C. Barton, The Sorrow of the Ancient Romans: Gladiators and the Monster(Princeton: 1993: 31).
Σελίδα 12 / 13Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση
Η οπτική του πυγμάχου:Τι σκέφτονται και αισθάνονται οι μποξέρ για το επάγγελμά τους
Loic J. D. Wacquant
[29] Το δυσεπίλυτο δίλημμα της επαγγελματικής επιστροφής από μια δουλειά που σταδιακά υπονομεύει τα προσόντα που απαιτεί, απεικονίζεται θαυμάσια στην ταινία Requiem for a Heavyweightτου Ralph Nelson στο οποίο ο αποσυρμένος
επιβήτορας των ρινγκ «Mountain» Rivera (με πρωταγωνιστή τον Anthony Quinne) κάνει μια βάρβαρη επιδρομή σ’ ένα γραφείο εργασίας μόνο και μόνο για να συγκριθεί με έναν ακρωτηριασμένο βετεράνο του πολέμου.
[30] Για μια συζήτηση πάνω στις πραγματικότητες του ρίσκου, του τραυματισμού και της σωματικής φθοράς και για το πώς οι πυγμάχοι τις χειρίζονται, δες Waquant, «A Sacred Weapon». Μια ενδιαφέρουσα σύνοψη για τους οικονομικούς,
σωματικούς και ηθικούς κινδύνους αποτελεί το Sammons, Beyond The Ring, 236-251.
[31] Για να επικαλεστώ την κατάλληλη έκφραση του ανθρωπολόγου Roberto Da Matta («Η ερμηνεία του καρναβαλιού», Substance, 37-38, 1983: 162-170), στην ανάλυσή του για τη θέση του καρναβαλιού στην Βραζιλιάνικη κουλτούρα και κοινωνία.
[32] Early, American Prizefighter, ό.π. 161.
[33] Pierre Bourdieu, «L’interet du Sociologue», Economies et Societe18 (October, 1984: 12-29).
[34] Τουλάχιστον στο τέλος της καριέρας του, η εμπλοκή του σώματος του μποξέρ στην πυγμαχία παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά του «χαρίσματος» σύμφωνα με τον Mauss: Είναι «ηθελημένη, φαινομενικά ελεύθερη και άδολη, όμως
αναγκαστική και ιδιοτελής» (Marcel Mauss, «Essai sur le don» στο Sociologie et Anthropologie, Paris [1923], 1950:147).
[35] Όσο και αν πιέζονται να πιστέψουν ότι το ρινγκ είναι ο κατεξοχήν τόπος της αξιοκρατίας, οι πυγμάχοι δεν μπορούν να αγνοήσουν ότι το πολύπλοκο σύστημα του πατροναρίσματος και του σπονσοραρίσματος που το περιβάλλει, σε μεγάλο
βαθμό προκαθορίζει τι θα συμβεί εντός του. Έτσι, οι «προστατευμένοι» μποξέρ (εκείνοι οι οποίοι, βασισμένοι στη φήμη που απέκτησαν στους ερασιτέχνες, έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν κατώτερους αντιπάλους για να «φτιάξουν» τα ρεκόρ τους)
και εκείνοι οι οποίοι πρέπει να παλέψουν με όποιον τους τύχει, μπαίνουν σε ένα σύστημα ανταγωνισμού που τους παρέχει εντελώς άνισες πιθανότητες επιτυχίας. Και οι μέτριοι λευκοί πυγμάχοι, εξαιτίας της εξορίας τους από το είδος τους, αναζητούν
να βγάλουν περισσότερα χρήματα απ’ ότι οι πιο ικανοί και πιο δημοφιλείς Λατίνοι και μαύροι μποξέρ.
[36] Βλ. το δοκίμιο του Baldwin, «The Fight: Patterson vs. Liston», από το οποίο πάρθηκαν αυτές οι λέξεις και που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Nugget τον Φεβρουάριο του 1963 και ανατυπώθηκε στο G. Early, Tuxedo Junction, 325-334.
[37] Οι μποξέρ επίσης, μπαίνουν στο ρινγκ εξαιτίας της υπάρχουσας δομής έμφυλων σχέσεων, η οποία απαιτεί οι «πραγματικοί» άνδρες να δείξουν «κουράγιο, αποφασιστικότητα, συγκεκριμένες μορφές επιθετικότητας, αυτονομία, αυτοέλεγχο»,
καθώς επίσης και «αξιοσημείωτη σκληράδα στο νου και το σώμα» (T.Carringan, B.Connel, J.Lee, «Toward a New Sociology of Masculinity», Theory and Society 14/5, 1985: 603). Αλλά, σε αντίθεση με το ταξικό του αντίβαρο, το έμφυλο στοιχείο της
πυγμαχικής δόξας παραμένει αδιαμφισβήτητο.
[38] «Ο ανδρισμός δομείται μέσα από μια αντίφαση: όσο περισσότερο επιβεβαιώνεται, τόσο περισσότερο αμφισβητεί τον εαυτό του» (L. Segal, «Changing Men: Masculinities in context», Theory and Society22/5, 1993: 635).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου