Ο Joachim Lafosse συνιστά μια από τις μεγάλες ελπίδες του βέλγικου κινηματογράφου που, σε επίπεδο τόσο ποιότητας όσο κι αναγνώρισης, μοιάζει να αρχίζει και να τελειώνει στους αδερφούς Dardenne. Τιμώντας την εγχώρια παράδοση, ο νεαρός σκηνοθέτης εκκινεί από εδάφη που μαρτυρούν στιλιστική και θεματική εγγύτητα με τους δημιουργούς της Ροζέτα και του Παιδιού. Αφορμή για το A perdre la raison είναι ένα σοκαριστικό πραγματικό περιστατικό που έλαβε χώρα στην πόλη της Nivelles το 2007: η δολοφονία πέντε μικρών παιδιών από την ίδια τους την μητέρα.
Ο Lafosse επιθυμεί να χαρτογραφήσει την πορεία της γυναίκας από τη γνωριμία της με τον μέλλοντα σύζυγό της μέχρι και την τραγική κατάληξη, την οποία ωστόσο φροντίζει να μας γνωστοποιήσει από την πρώτη, εισαγωγική σκηνή. Με αυτήν την επιλογή αφαιρεί, σοφά, κάθε έννοια σασπένς από την αφήγηση κι αφοσιώνεται στην καταγραφή του χρονικού ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος με την – όχι και τόσο κρυφή – ελπίδα να διαφωτιστούν τα αίτια και τα κίνητρά του. Εδώ ο Βέλγος θα σημειώσει μια δεύτερη νίκη αποφεύγοντας πλήρως τόσο την παγίδα ενός εύκολου μελοδράματος όσο κι εκείνη μιας επιπόλαιης ψυχαναλυτικής ερμηνείας (η τελευταία είναι αναμενόμενα ελκυστική στο επιρρεπές στη δεικτική επεξήγηση κινηματογραφικό μέσο, ας θυμηθούμε σαν πρόσφατο παράδειγμα το We Need to Talk aboutKevin). Η κάμερα του Lafosse, πάντα στο χέρι, περικυκλώνει την κεντρική ηρωίδα γεννώντας έντονο το αίσθημα της κλειστοφοβίας κι επισημαίνοντας, ίσως περισσότερο υπαινικτικά από όσο θα χρειαζόταν, την οικονομική εξάρτηση του νεαρού ζευγαριού από τον πλούσιο κύριο Pinget (κάτι σα θετός πατέρας του συζύγου) ως βασικό παράγοντα για την κατάρρευση τηςMurielle. Αφού πρώτα θα κινηματογραφήσει γλαφυρά την αποτυχία της ψυχανάλυσης να αποτρέψει την μητέρα από το φόνο, θα αφήσει το τελευταίο πλάνο – ένα απλό σπίτι στο δρόμο μιας συνοικίας – να μας υπενθυμίζει ότι όλα όσα παρακολουθήσαμε δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Είναι η σποραδική μα ριζοσπαστική εκδήλωση της βίας που οι σύγχρονες, καθωσπρέπει κοινωνίες του δυτικού κόσμου συγκεκαλυμμένα εγκυμονούν.
Αναφορικά με το θέμα και την προσέγγισή του, οι αναλογίες του φιλμ με την Έβδομη Ήπειρο του Michael Haneke είναι αρκετά έντονες για να αγνοηθούν και η όποια σύγκριση βαίνει, δυστυχώς, σε βάρος του νεότερου φιλμ. Η ενοχλητικά πομπώδης παρουσία της μουσικής και η έλλειψη εμπιστοσύνης του Lafosse στην αυτόνομη διάρκεια των πλάνων του (που συχνά τα κόβει πριν τα ίδια να προλάβουν να εκπνεύσουν) είναι «παραπτώματα» που ο Haneke δε θα διέπραττε ποτέ. Σε δύο σκηνές όμως – το μονοπλάνο εντός του αυτοκινήτου με την Murielleνα τραγουδάει και η πράξη της δολοφονίας των παιδιών – ο Βέλγος συγκλονίζει και μας υποχρεώνει να δεχτούμε ότι περισσότερο μια κάποια ατολμία-απειρία οφείλεται για τις αδυναμίες του έργου του κι όχι το ταλέντο. Το τελευταίο περισσεύει ένθεν και κείθεν της κάμερας, με την Emilie Duquenne (δεκατρία χρόνια μετά το βραβείο γυναικείας ερμηνείας για τη Rosetta, βραβεύτηκε ξανά στις φετινές Κάννες) να σκιαγραφεί αλησμόνητα το πορτρέτο της «καταραμένης» ηρωίδας της και το πρωταγωνιστικό δίδυμο του Un prophète, TaharRahim και Niels Arestrup, να την υποστηρίζουν ιδανικά.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου